Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Κλιτικό παράδειγμα: Ο44 (τραγούδι, τραγουδιού, τραγούδια)
1,251 items total [1231 - 1240]
χουζούρι το [xuzúri] Ο44 : (οικ.) η κατάσταση αυτού που χουζουρεύει: Tου αρέσει το ~ στη λιακάδα. Tο κυριακάτικο ~.

[τουρκ. huzur `πνευματική άνεση, ξεκούραση΄ (από τα αραβ.) ]

χουλιάρι το [xulári] Ο44 : (λαϊκότρ.) κουτάλι.

[ελνστ. κοχλιάριον (υποκορ. του αρχ. κόχλος, κοχλίας) > *χοχλιάριον (αφομ. [k-x > x-x] ) > *χουχλιάριον ( [o > u] από επίδρ. των υπερ. [x] και του [l] ) > *χουλιάριον (ανομ. αποβ. του δεύτερου [x] ) > χουλιάρι (αποφυγή της χασμ.)]

χουνέρι το [xunéri] Ο44 : (οικ.) α. ύπουλη πράξη για εξαπάτηση: Kοίτα μη μου κάνεις κανένα ~! β. πάθημα από εξαπάτηση: Έπαθα ένα ~ που ακόμα το θυμάμαι.

[τουρκ. hüner `δεξιοτεχνία΄ (από τα περσ.) ]

χράμι το [xrámi] Ο44 : υφαντό στρωσίδι από χοντρό μαλλί: Πολύχρωμα χράμια, κιλίμια και φλοκάτες.

[τουρκ. ihram (από τα αραβ.) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

χρυσάφι το [xrisáfi] Ο44 : 1.το μέταλλο χρυσός: Tα κοσμήματα είναι από καθαρό ~. Έχει μαλλιά ξανθά σαν ~. Είναι ντυμένος στο ~, φορά πολυτελή ρούχα και κοσμήματα. ΦΡ ~ πιάνει, χώμα γίνεται, για κπ. που και με την πιο κερδοφόρα επιχείρηση αν ασχοληθεί, καταστρέφεται οικονομικά. ANT ΦΡ χώμα* πιάνει, ~ γίνεται. 2. τα πλούτη: Ο σκοπός της ζωής του είναι να μαζεύει ~. Δε θ΄ άλλαζε την ελευθερία του για το ~ όλου του κόσμου. 3. (μτφ.) κτ. που θεωρούμε πολύτιμο: ~ είναι τα λόγια του. (προσφών.) ~ μου!, χρυσέ μου!

[μσν. χρυσάφι(ν) < ελνστ. χρυσάφιον υποκορ. του αρχ. χρυσός]

χταπόδι το [xtapóδi] Ο44 : μαλάκιο με σφαιρικό σώμα που περιβάλλεται από οχτώ ισχυρούς πλοκάμους, εφοδιασμένους με δύο σειρές μυζητήρες: Tο ~ απλώνει τα πλοκάμια του. ~ βραστό / ξιδάτο / στα κάρβουνα. Xτυπώ κάτω το ~ για να γίνει τρυφερό. ΦΡ χτυπάω κπ. σαν ~, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ πολύ. χταποδάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. οκταπόδι με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < οκταπόδιον (αποφυγή της χασμ.) υποκορ. του ελνστ. ὀκτάπους]

χτένι 1 το [xténi] Ο44 : 1.(λαϊκότρ.) χτένα: Xοντρό / ψιλό ~. ΦΡ έφτασε ο κόμπος στο ~, έφτασε η ώρα να αντιμετωπίσουμε δραστικά μια δυσάρεστη κατάσταση. όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια, πριν επιχειρήσω κτ. δύσκολο, πρέπει να έχω εξασφαλίσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις. 2. εξάρτημα του αργαλειού που, καθώς περνάει μέσα από το στημόνι, χωρίζει τις κλωστές και συμπιέζει το υφάδι.

[μσν. χτένι < κτένιν με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ελνστ. κτένιον υποκορ. του αρχ. κτείς ὁ]

χτένι 2 το : είδος θαλάσσιου οστρακόδερμου.

[μσν. χτένι < κτένι(ν) με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ελνστ. κτένιον υποκορ. του αρχ. κτείς ὁ]

χτυπητήρι το [xtipitíri] Ο44 : 1.μικρό εργαλείο της κουζίνας που το χρησιμοποιούν για να ανακατεύουν διάφορα υλικά. 2. εργαλείο για το τίναγμα των χαλιών· τιναχτήρι. 3. (παρωχ.) ρόπτρο.

[χτυπη- (χτυπώ) -τήρι]

χτωήχι το [xtoíxi] Ο44 : (λαϊκότρ.) οκτώηχος.

[*οκτωήχιον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο, ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] και αποφυγή της χασμ., υποκορ. του μσν. οκτώηχ(ος) -ιον]

< Previous   1... 122 123 [124] 125 126   Next >
Go to page:Go