Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Κλιτικό παράδειγμα: Ο42 (βούτυρο, βούτυρου / βουτύρου, βούτυρα)
337 items total [101 - 110]
δωδεκάθεο το [δoδekáθeo] Ο42 : οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου, ως σύνολο.

[λόγ. < ελνστ. δωδεκάθεον]

εγκόλπιο το [eŋgólpio] Ο42 : 1.μικρό πλακίδιο με διακοσμητική, συμβολική, αναμνηστική κτλ. παράσταση, που κρεμιέται από το λαιμό στο στήθος με αλυσίδα· (πρβ. μενταγιόν): ~ επισκόπου, ωοειδούς σχήματος εικόνα της Παναγίας ή του Xριστού, ως διακριτικό του βαθμού του. 2. (παρωχ.) συνήθ. σε τίτλους βιβλίων μικρού σχήματος και με καθοδηγητικό, χρηστικό περιεχόμενο: Εγκόλπιο Ορθογραφίας.

[λόγ.: 1: μσν. εγκόλπιον ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ἐγκόλπιος `του στήθους΄· 2: σημδ. γαλλ. vade-mecum]

ειλητάριο το [ilitário] Ο42 : χειρόγραφη επιμήκης μεμβράνη (περγαμηνή) που τυλιγόταν γύρω από μικρό κυλινδρικό ξύλο. || (ειδ. εκκλ.) ειλητάριο στο οποίο ήταν γραμμένη η Θεία Λειτουργία: Iερατικά / διακονικά ειλητάρια.

[λόγ. < μσν. ειλητάριον υποκορ. του ελνστ. εἰλητ(ός) `τυλιγμένος΄ -άριον]

εκατομμύριο [ekatomírio] Ε (βλ. Ο42) αριθμτ. απόλ. : 1α. που δηλώνει ένα σύνολο από ένα εκατομμύριο (1.000.000) μονάδες: Δύο εκατομμύρια δραχμές. Εκατομμύρια έτη φωτός. β. (συνήθ. πληθ.) για μεγάλο, άπειρο πλήθος, αριθμό: Εκατομμύρια άνθρωποι σ΄ όλο τον κόσμο. Σ΄ το έχω πει ένα ~ φορές / εκατομμύρια φορές, πάρα πολλές, αμέτρητες, άπειρες. || αντί του τακτικού εκατομμυριοστός. 2. (ως ουσ.) το εκατομμύριο, ο αριθμός και το σύμβολό του: Δύο εκατομμύρια και ένα ~ κάνουν τρία εκατομμύρια. Ο πληθυσμός της Ελλάδας ξεπέρασε τα δέκα εκατομμύρια. Tο λότο μοιράζει εκατομμύρια. Ούτε ένα στο ~ δεν υπάρχει πιθανότητα να κάνω λάθος στους υπολογισμούς μου.

[λόγ. εκατόν + μύριον ουδ. εν. του αρχ. αριθμτ. μύριοι `δέκα χιλιάδες΄ κατά την ελνστ. φρ. μυριάς δευτέρα `10.000 στο τετράγωνο΄ (ορθογρ. αφομ. νμ > μμ)]

εκατοστόγραμμο το [ekatostóγramo] Ο42 : μονάδα βάρους ή μάζας ίση προς το ένα εκατοστό του γραμμαρίου.

[λόγ. εκατοστ(ός) -ο- + γραμμ(ή) -ον κατά το kilogramme = χιλιόγραμμον μτφρδ. γαλλ. centigramme]

εκατοστόμετρο το [ekatostómetro] Ο42 : μονάδα μήκους ίση προς το ένα εκατοστό του μέτρου· εκατοστό, πόντος.

[λόγ. εκατοστ(ός) -ο- + μέτρον μτφρδ. γαλλ. centimètre]

εκτάριο το [ektário] Ο42 : μετρική μονάδα για μεγάλες εκτάσεις, η οποία ισούται με 10.000 τετραγωνικά μέτρα.

[λόγ. < γαλλ. hectar(e) -ιον < hect- < αρχ. ἑκατόν (σφαλερά) + are `επιφάνεια εκατό τετραγωνικών μέτρων΄]

ελαιόδεντρο το [eleóδendro] & ελαιόδενδρο το [eleóδenδro] Ο42 : (για σαφέστερη διατύπωση και σε επισημότερο ύφος) το δέντρο ελιά: Kτήμα με εκατό ελαιόδεντρα. H πυρκαγιά κατέστρεψε μεγάλο αριθμό ελαιόδεντρων.

[λόγ. ελαιο- 1 + δένδρον & προσαρμ. στη δημοτ. κατά το δένδρον > δέντρο]

ελαιόλαδο το [eleólaδo] Ο42 : το λάδι από καρπό ελιάς· λάδι ελιάς· (συνήθ. σε αντιδιαστολή προς άλλα έλαια, όπως αραβοσιτέλαιο, ηλιέλαιο κτλ.): Παραγωγή ελαιόλαδου. Aύξηση της τιμής του ελαιολάδου. Παρθένο ~, που παράγεται από την πρώτη μηχανική πίεση του ελαιοκάρπου, χωρίς περαιτέρω επεξεργασία.

[λόγ. < μσν. ελαιόλαδον < ελαιο- 1 + λάδ(ι) -ον]

ελαιόμετρο το [eleómetro] Ο42 : αραιόμετρο που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της πυκνότητας των ελαίων.

[λόγ. ελαιο- 1 + -μετρον μτφρδ. γαλλ. oléomètre]

< Previous   1... 9 10 [11] 12 13 ...34   Next >
Go to page:Go