Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 988 εγγραφές [921 - 930] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φραγκοστάφυλο το [fraŋgostáfilo] Ο41 : μικρός, σφαιρικός καρπός της φραγκοσταφυλιάς, κόκκινου χρώματος, που σχηματίζει τσαμπιά και που χρησιμοποιείται κυρίως στην παρασκευή γλυκών και ηδύποτων.
[φραγκο- + σταφύλ(ι) -ο (δηλ. ξένο, όχι ντόπιο)]
- φραγκόσυκο το [fraŋgósiko] Ο41 : ο αγκαθωτός, χυμώδης και εύγευστος καρπός της φραγκοσυκιάς.
[φραγκο- + σύκο (δηλ. ξένο, όχι ντόπιο)]
- φρόκαλο το [frókalo] Ο41 : (παρωχ.) το σκουπίδι. || (υβρ.): Είσαι ~!, τιποτένιος, σκουπίδι, χαμηλού επιπέδου.
[μσν. ρ. φροκαλ(ώ) `σκουπίζω΄ -ο (αναδρ. σχημ.) < φροκάλ(ι) -ώ < φλοκάλι (ανομ. υγρών [l-l > r-l] ) < μσν. φιλοκάλιον `σκούπα΄ (συγκ. του άτ. [i] ) < αρχ. φιλόκαλ(ος) `που του αρέσει η ομορφιά΄ -ιον (πρβ. ρ. φιλοκαλῶ `αγαπώ την ομορφιά΄, ελνστ. σημ.: `εξωραΐζω΄, μσν. σημ.: `βάζω σε τάξη΄)]
- φρύγανο το [fríγano] Ο41 (συχνά πληθ.) : 1. μικρό ξερό κλαδί ή θάμνος, που χρησιμοποιείται συνήθ. ως προσάναμμα σε φωτιά: Tα φρύγανα πήραν αμέσως φωτιά. 2. τύπος φυσικού οικοσυστήματος, ξηρού και άγονου, στο οποίο κυριαρχούν μικροί θάμνοι και ποώδη φυτά.
[λόγ. < αρχ. φρύγανον (στη σημ. 1)]
- φτωχοκόριτσο το [ftoxokóritso] Ο41 : κορίτσι που είναι φτωχό, από φτω χή οικογένεια. ANT πλουσιοκόριτσο.
[φτωχο- + κορίτσ(ι) -ο]
- φτωχόπαιδο το [ftoxópeδo] Ο41 : χαρακτηρισμός για παιδί φτωχής οικογένειας. ANT πλουσιόπαιδο.
[φτωχο- + παιδ(ί) -ο]
- φτωχόσπιτο το [ftoxóspito] Ο41 : σπίτι φτωχικό ή σπίτι όπου κατοικούν φτωχοί άνθρωποι. ANT πλουσιόσπιτο. || φτωχή οικογένεια.
[φτωχο- + σπίτ(ι) -ο]
- φώσφορο το [fósforo] Ο41 & (χημ.) φωσφόρος ο [fosfóros] Ο18 & φώσφορος ο [fósforos] Ο20α : 1. αμέταλλο στοιχείο, στερεό και εύφλεκτο: Nα τρως πολλά ψάρια, γιατί έχουν ~. Ο φωσφόρος παρουσιάζεται σταθερά στους ζωικούς ιστούς και αποβάλλεται με τα ούρα. 2. κοινή ονομασία διάφορων ουσιών που φωσφορίζουν.
[λόγ. < αρχ. φωσφόρος `που δίνει φως΄ (ενν. ἀστήρ) σημδ. γαλλ. phosphore (στη νέα σημ.) < αρχ. φωσφόρος και με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ. και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
- φωτόλουτρο το [fotólutro] Ο41 : η έκθεση του σώματος (ολόκληρου ή μέρους του) σε φυσικό ή τεχνητό φως για θεραπευτικούς σκοπούς.
[λόγ. φωτο- 1 + λουτρ(όν) -ον μτφρδ. γερμ.(;) Lichtbad]
- φωτοστέφανο το [fotostéfano] Ο41 & φωτοστέφανος ο [fotostéfanos] Ο20 : 1. φωτεινός κύκλος που περιβάλλει τα κεφάλια των αγίων σε εικόνες, σε αγιογραφίες. 2. (μτφ.) η αίγλη, η δόξα: Περιβλήθηκε το ~ του ήρωα / του μάρτυρα.
[λόγ. φωτο- 1 + στέφανος μτφρδ. γερμ. Strahlenkranz και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]



