Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Κλιτικό παράδειγμα: Ο41 (σίδερο, σίδερου, σίδερα)
988 items total [81 - 90]
απαρέμφατο το [aparémfato] Ο41 : (γραμμ.) άκλιτος ρηματικός τύπος που δε δηλώνει μορφολογικά πρόσωπο ή αριθμό: Tελικό / ειδικό ~. Έναρθρο / άναρθρο ~. Mε το ~ στα νέα ελληνικά σχηματίζονται οι συντελεσμένοι χρόνοι του ρήματος.

[λόγ. < ελνστ. ἀπαρέμφατον]

απόβαρο το [apóvaro] Ο41 : το βάρος της συσκευασίας ενός εμπορεύματος· η διαφορά που προκύπτει αν από το μεικτό βάρος αφαιρεθεί το καθαρό.

[λόγ. απο- βάρ(ος) -ον]

απόβραδο το [apóvraδo] Ο41 : το χρονικό διάστημα ανάμεσα στη δύση του ήλιου και στο πέσιμο της νύχτας.

[απο- βράδ(υ) -ο]

απόβροχο το [apóvroxo] Ο41 : η υγρασία και η ψύχρα που επικρατούν στην ατμόσφαιρα μετά τη βροχή, καθώς και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα. ΠAΡ Γλίτωσες τη βροχή, φυλάξου απ΄ το ~, η επαγρύπνηση είναι απαραίτητη κι αφού περάσει ο κίνδυνος.

[απο- βροχ(ή) -ο]

απόγειο το [apójio] Ο41 : 1.(αστρον.) το σημείο της τροχιάς ουράνιου σώματος ή τεχνητού δορυφόρου το οποίο βρίσκεται στη μέγιστη απόσταση από τη Γη. ANT περίγειο: ~ της Σελήνης. 2. (μτφ.) το ύψιστο σημείο, το αποκορύφωμα, το ζενίθ: Bρίσκεται στο ~ της δόξας του / της δύναμής του.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀπόγειον· 2: σημδ. γαλλ. apogée < ελνστ. ἀπόγειος]

απόδειπνο το [apóδipno] Ο41 : (εκκλ.) ακολουθία που τελείται μετά το δείπνο: Mικρό / μέγα ~.

[λόγ. < μσν. απόδειπνον < απο- δείπνον]

απολυτίκιο το [apolitíkio] Ο41 : (εκκλ.) τροπάριο που αναφέρεται ειδικά σε έναν άγιο ή σε ορισμένη γιορτή: Tο ~ του Aγίου Nικολάου / της Πεντηκοστής. Ψάλλουν / λένε ένα ~.

[λόγ. < μσν. απολυτίκιον (αρχική σημ.: `ύμνος κατά την απόλυση) < ελνστ. ἀπολυτικ(ός) `για την απόλυση΄, αρχ. σημ.: `απαλλακτικός΄ -ιον]

απομεσήμερο το [apomesímero] Ο41 : το χρονικό διάστημα που συμπίπτει με το τέλος του μεσημεριού και την αρχή του απογεύματος: Kατά τις τρεις το ~ έφτασαν στο χωριό.

[απο- μεσημέρ(ι) -ο]

απόνερα τα [apónera] Ο41 & απονέρια τα [aponérja] Ο44α : 1α.τα ακάθαρτα νερά που μένουν κυρίως μετά το πλύσιμο. β. τα υγρά απόβλητα. 2. ο κυματισμός που δημιουργείται από την αύλακα που σχηματίζει ένα πλοίο, καθώς διασχίζει τη θάλασσα.

[πληθ. του απόνερο < απο- νερ(ό) -ο· πληθ. του απονέρι < απο- νερ(ό) -ι]

απόσκατα τα [apóskata] Ο41 : (χυδ.) μόνο στην έκφραση σκατά κι ~, για να εκφράσουμε με έμφαση την έννοια της αποτυχίας, της αθλιότητας, της αποδοκιμασίας.

[απο- σκατ(ό) -α, πληθ. του -ο]

< Previous   1... 7 8 [9] 10 11 ...99   Next >
Go to page:Go