Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο32 (ζάχαρη, ζάχαρης, ζάχαρες)
29 εγγραφές [1 - 10]
αγράμπελη η [aγrámbeli] Ο32 : κοινή ονομασία διάφορων αναρριχητικών φυτών.

[ελνστ. ἀγριάμπελ(ος) μεταπλ. και παρετυμ. αγρός]

αγριόβρομη η [aγrióvromi] Ο32 & αγριοβρόμη η [aγriovrómi] Ο30α : ονομασία διάφορων αυτοφυών φυτών, ιδίως ζιζανίων.

[αγριο- + βρόμη και μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.]

άμπωτη η [ámboti] Ο32 : η μία από τις δύο φάσεις της παλίρροιας, κατά την οποία αρχίζει να υποχωρεί η στάθμη της θάλασσας· το τράβηγμα των νερών, η φυρονεριά. ANT πλημμυρίδα.

[λόγ. < αρχ. ἄμπωτ(ις) μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

αναθύμηση η [anaθímisi] Ο32 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ανάμνηση που συνοδεύεται από μεγάλη νοσταλγία, αναπόληση.

[μσν. αναθύμηση < αναθυμη- (αναθυμάμαι) -ση]

ανάπαψη η [anápapsi] Ο32 : (λαϊκότρ.) η ανάπαυση.

[μσν. ανάπαψη < ανάπαυ(σις) -ση με ανομ. τρόπου άρθρ. [fs > ps] ]

ασημόσκονη η [asimóskoni] Ο32 : σκόνη από ασήμι ή από απομίμηση ασημιού, που χρησιμοποιείται στη διακοσμητική.

[ασημο- + σκόνη]

ζάχαρη η [záxari] Ο32 λόγ. γεν. και ζαχάρεως : λευκή κρυσταλλική και γλυκιά ουσία, την οποία προσθέτουμε σε εδώδιμα παρασκευάσματα (γλυκά, ποτά κτλ.), για να γλυκάνουμε τη γεύση τους: Xοντρή / ψιλή ~. Ένας κύβος ~. Kαφές με λίγη ~. Πόση ~ θέλετε στο τσάι; H ~ παράγεται με βιομηχανικές μεθόδους από το ζαχαροκάλαμο και τα ζαχαρότευτλα. Εργοστάσιο / βιομηχανία ζαχάρεως. || Γλυκός σαν ~, πολύ γλυκός. ΦΡ περνάω ~, καλοπερνώ.

[ελνστ. ή μσν. *ζάχαρ(ις) μεταπλ. < ελνστ. σάκχαρις `ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο΄ (ανατολ. προέλ.), με ηχηροπ. του αρχικού [s > z] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-s > tin-z] και απλοπ. του συμφ. συμπλ. [kx > x] (πρβ. μσν. το ζάχαριν, το ζάχαρ, δες και στο ζάχαρο)]

θύμηση η [θímisi] Ο32 : (συνήθ. συναισθ.) α. η μνήμη: Έρχεται συχνά στη θύμησή μου, το θυμάμαι συχνά. β. η ανάμνηση: Mια γλυκιά ~.

[μσν. θύμηση < θύμη(σις) -ση < αρχ. ἐνθύμησις `σκέψη, ιδέα΄, με αφομ. [nθ > θθ], απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] και αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

κάππαρη η [kápari] Ο32 : καθένας από τους μικρούς, πρασινωπούς, σφαιρικούς καρπούς του ομώνυμου φυτού, που διατηρούνται σε άρμη ή σε ξίδι και που χρησιμοποιούνται ως αρωματικό σε φαγητά ή σε σαλάτες. || ποσότητα από τους παραπάνω καρπούς: Γαρνίρω το ψάρι με ~. Aγοράζω ~.

[μσν. κάππαρη < αρχ. κάππαρ(ις) μεταπλ. ]

καρβουνόσκονη η [karvunóskoni] Ο32 : σκόνη από κάρβουνα.

[κάρβουν(ο) -ο- + σκόνη]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες