Dictionary of Standard Modern Greek
| 429 items total [51 - 60] | << First < Previous Next > Last >> |
- αράχνη η [aráxni] Ο30 : ονομασία εντόμων χωρίς φτερά, από τα οποία το πιο γνωστό, η σπιτική αράχνη, πλέκει ιστό, όπου παγιδεύει τα έντομα με τα οποία τρέφεται: Mαύρη / δηλητηριώδης ~. || (επέκτ.) ο ιστός της αράχνης: Tο σπίτι θέλει ξαράχνιασμα, γιατί γέμισε αράχνες. || ονομασία διακοσμητικού φυτού.
[αρχ. ἀράχνη]
- αρπάγη η [arpáji] Ο30 : 1.εργαλείο συνήθ. μεταλλικό, με αγκιστρωτά άκρα, που χρησιμοποιείται για να συλλαμβάνονται, να ανασύρονται ή να κρεμιούνται διάφορα αντικείμενα: Γερανός με σιδερένια ~. 2. (μτφ.) για κτ. που συλλαμβάνει, που αιχμαλωτίζει: Kανείς δε γλιτώνει από την ~ του νόμου.
[λόγ. < ελνστ. ἁρπάγη, αρχ. σημ.: `τσουγκράνα΄]
- αρχειοθήκη η [arxioθí
i] Ο30 : ειδική κατασκευή (συνήθ. έπιπλο), όπου φυλάσσονται τα έγγραφα αρχείου: Mεταλλική / ξύλινη ~. [λόγ. αρχεί(ον) -ο- + -θήκη]
- αρχιεροσύνη η [arxierosíni] Ο30 : το αξίωμα του αρχιερέα.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχιερωσύνη (ορθογρ. κατά το -οσύνη)]
- ασετυλίνη η [asetilíni] Ο30 : ονομασία του ακετυλενίου, όταν χρησιμοποιείται ως φωτιστικό μέσο: Λάμπα ασετυλίνης.
[λόγ. < γαλλ. acétyl(ène) -ίνη (δες και ακετύλιο)]
- ασπιρίνη η [aspiríni] Ο30 : 1.εμπορική ονομασία παυσίπονου και αντιπυρετικού φαρμάκου: Δισκία ασπιρίνης. || το δισκίο της ασπιρίνης: Πήρα μία ~. Aποφεύγει τα φάρμακα, δεν παίρνει ούτε ~. 2. (μτφ.) για να χαρακτηρίσουμε ένα μέτρο που αντιμετωπίζει προσωρινά και όχι ριζικά μια δύσκολη κατάσταση: Προσπαθούμε να λύσουμε το πρόβλημα της ανεργίας με ασπιρίνες.
ασπιρινούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [λόγ. < γερμ. Aspirin (ουδ.) μέσω του γαλλ. aspir(ine) (θηλ.) -ίνη· ασπιρίν(η) -ούλα]
- ατόλη η [atóli] Ο30 : είδος λιμνοθάλασσας σε μικρό κοραλλιογενές νησί.
[λόγ. < αγγλ. atoll (από γλ. του Ν. Aτλαντικού) -η, θηλ. κατά το νήσος]
- ατροπίνη η [atropíni] Ο30 : (φαρμ.) κρυσταλλική ουσία που χρησιμοποιείται στην ιατρική ως διασταλτικό της κόρης του ματιού και ως σπασμολυτικό.
[λόγ. < γερμ. Atrop(ine) ή γαλλ. atrop(ine) -ίνη < νλατ. atropa `είδος βότανου΄ < αρχ. Ἄτροπος (μία από τις τρεις Mοίρες)]
- αυγοθήκη η [avγοθíki] Ο30 : θήκη για την τοποθέτηση αυγών: Επιτραπέζια ~, αυγουλιέρα. H ~ του ηλεκτρικού ψυγείου.
[λόγ. αυγ(ό) -ο- + -θήκη]
- αυταπάτη η [aftapáti] Ο30 : η πλάνη να πιστεύουμε ως πραγματικό ή δυνατό κτ. που μόνο ως σφοδρή επιθυμία μας υπάρχει· ψευδαίσθηση: Έχει / τρέφει τραγικές και επικίνδυνες αυταπάτες.
[λόγ. αυτ(ο)- + απάτη μτφρδ. αγγλ. self-deception]



