Dictionary of Standard Modern Greek
| 175 items total [51 - 60] | << First < Previous Next > Last >> |
- ζουρλομανδύας ο [zurlomanδías] Ο3 : μανδύας για επικίνδυνους ψυχοπαθείς, με πολύ μακριά μανίκια για να δένονται πίσω από την πλάτη. ΦΡ θέλει ζουρλομανδύα / του χρειάζεται ~, με υπερβολή, για πρόσωπο με πολύ ιδιόρρυθμη, εκκεντρική, παράλογη συμπεριφορά.
[λόγ. ζουρλ(ός) -ο- + μανδύας]
- ηδονοβλεψίας ο [iδonovlepsías] Ο3 : σεξουαλικά ανώμαλο άτομο που ηδονίζεται, όταν βλέπει γυμνά απόκρυφα μέρη του σώματος ή ερωτικές περιπτύξεις.
[λόγ. ηδον(ή) -ο- + ελνστ. βλέψ(ις) `κοίταγμα΄ -ίας κατά το εφαψίας]
- Hσαΐας ο [isaías] Ο3 : στις ΦΡ ο χορός* του Hσαΐα. χορεύω* το χορό του Hσαΐα. το Hσαΐα χόρευε*.
[λόγ. < ελνστ. Ἠσαΐας < εβρ. Jesaja ( [-já] )]
- Kαζαμίας ο [kazamías] Ο3 : λαϊκό έντυπο με το ημερολόγιο της χρονιάς και με διάφορες πληροφορίες και προβλέψεις που στηρίζονται στην αστρολογία.
[ιταλ. Casamia -ς όν. φανταστικού αστρολόγου που έμπαινε ως τίτλος]
- κανάγιας ο [kanájas] Ο3 πληθ. κανάγηδες : (υβρ.) παλιάνθρωπος, αχρεί ος.
[βεν. canagia -ς]
- καπιταλίστας ο [kapitalístas] Ο3 : καπιταλιστής, συνήθ. ειρωνικά ή πειραχτικά για κπ. που είναι ή που θεωρείται πλούσιος.
[ιταλ. capitalista -ς]
- καρατερίστας ο [karaterístas] Ο3 θηλ. καρατερίστα [karaterísta] Ο25 : ηθοποιός που ενσαρκώνει χαρακτηριστικούς τύπους ανθρώπων, με τρόπο παραστατικό και ρεαλιστικό.
[ιταλ. caratterista -ς· καρατερ(ίστας) -ίστα ή απευθείας ιταλ. caratterista (θηλ.)]
- καράφλας ο [karáflas] Ο3 : (ειρ., μειωτ.) χαρακτηρισμός φαλακρού ανθρώπου· φαλάκρας.
[καράφλ(α) -ας]
- κάργας ο [kárγas] Ο3 : (ειρ.) ο ψευτοπαλικαράς, κυρίως στην έκφραση (μου) κάνει τον κάργα, παριστάνει το παλικάρι, κάνει τον νταή: Mη μου κάνεις εμένα τον κάργα, γιατί δε με ξέρεις. Πολύ τον κάργα μάς κάνει.
[κάργα -ς “βαρύς”]
- καριερίστας ο [karjerístas] Ο3 θηλ. καριερίστα [karjerísta] Ο25α : (μειωτ.) αυτός που επιδιώκει με κάθε τρόπο να πετύχει στην καριέρα του.
[ιταλ. carrierista -ς· καριερ(ίστας) -ίστα]



