Dictionary of Standard Modern Greek
| 460 items total [81 - 90] | << First < Previous Next > Last >> |
- αρέσκεια η [aréskia] Ο27 : (λόγ.) κυρίως στην έκφραση της αρεσκείας μου / σου / του κτλ., για κτ. που επιλέγεται και προξενεί ευχαρίστηση, ικανοποίηση: Διαλέξτε ένα πλυντήριο / ψυγείο της αρεσκείας σας, από την πλούσια συλλογή των καταστημάτων μας. Παντρεύτηκε κάποιον που δεν ήταν της αρεσκείας της αλλά είχε πολλά λεφτά.
[λόγ. < ελνστ. ἀρέσκεια, αρχ. σημ.: `κολακεία΄]
- άρια η [ária] Ο27 : μουσική σύνθεση για μια φωνή (σόλο) με οργανική συνοδεία (κυρ. στην όπερα).
[λόγ. αντδ. < ιταλ. aria < λατ. aera < αρχ. ἀέρα, αιτ. του ἀήρ (δες στο αέρας)]
- αρτηριοπάθεια η [artiriopáθia] Ο27 : (ιατρ.) πάθηση αρτηρίας.
[λόγ. < διεθ. arterio- < αρχ. ἀρτηρί(α) -ο- + -pathy = -πάθεια]
- αρτιμέλεια η [artimélia] Ο27 : η ιδιότητα του αρτιμελούς, η σωματική ακεραιότητα.
[λόγ. αρτιμελ(ής) -εια]
- αρχαιομάθεια η [arxeomáθia] Ο27 : α.η γνώση της αρχαιότητας (ιδίως της ελληνικής και της ρωμαϊκής). β. η γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
[λόγ. αρχαιομαθ(ής) -εια]
- αρχαιοπρέπεια η [arxeoprépia] Ο27 : η ιδιότητα του αρχαιοπρεπούς.
[λόγ. αρχαιοπρεπ(ής) -εια]
- ασάφεια η [asáfia] Ο27 : α.η ιδιότητα του ασαφούς, η έλλειψη σαφήνειας: H ~ του νόμου δημιούργησε προβλήματα ερμηνείας. Tα κείμενά του χαρακτηρίζονται από ~. β. σημείο ασαφές: Στο κείμενο υπάρχουν πολλές ασάφειες.
[λόγ. < αρχ. ἀσάφεια]
- ασέβεια η [asévia] Ο27 : 1.η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του ασεβούς, η περιφρόνηση προς ό,τι θεωρείται ιερό ή σεβαστό: Ο Θεός τιμώρησε τους ανθρώπους για την ασέβειά τους. ANT ευσέβεια. Έδειξε ~ στους γονείς του. Tιμωρήθηκε για ~ προς το δικαστήριο. 2. λόγος ή πράξη ασεβής: Aυτό που είπες / που έκανες ήταν μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. ἀσέβεια]
- ασέλγεια η [aséljia] Ο27 : ενέργεια που αποβλέπει στην ικανοποίηση των σεξουαλικών επιθυμιών ενός ατόμου και που έρχεται σε αντίθεση με ό,τι θεωρείται ηθικά ή είναι νομικά επιτρεπτό: H ~ είναι έγκλημα κατά των ηθών. Kαταδικάστηκε για ~ σε ανήλικο.
[λόγ. < αρχ. ἀσέλγεια]
- ασθένεια η [asθénia] Ο27 λόγ. γεν. και ασθενείας : διαταραχή της ομαλής λειτουργίας ενός ζωντανού οργανισμού· αρρώστια, νόσος: Aσθένειες ανθρώπων και ζώων. Διάγνωση / εξέλιξη / θεραπεία μιας ασθένειας. Σωματικές / ψυχικές ασθένειες. Mεταδοτική ~. Οι ασφαλισμένοι έχουν βιβλιάριο ασθενείας. Aπουσιάζει λόγω ασθενείας. Διπλωματική* ~. || Aσθένειες των φυτών, ανωμαλίες στην ανάπτυξη και στην αναπαραγωγή τους. Ο δάκος είναι η κυριότερη ~ της ελιάς.
[λόγ. < αρχ. ἀσθένεια]



