Dictionary of Standard Modern Greek
| 3,295 items total [71 - 80] | << First < Previous Next > Last >> |
- αθανασία η [aθanasía] Ο25 : 1.η ιδιότητα του αθάνατου1: H ~ είναι μία ανεκπλήρωτη επιθυμία του ανθρώπου. || (φιλοσ.): ~ της ψυχής, η ιδιότητα της ψυχής να εξακολουθεί να υπάρχει και μετά το θάνατο. 2. παντοτινή διατήρηση στη μνήμη των ανθρώπων: Οι ήρωες κερδίζουν την ~.
[λόγ. < αρχ. ἀθανασία]
- αθεΐα η [aθeía] Ο25 : η άρνηση της ύπαρξης Θεού· αθεϊσμός: H ~ είναι μια αρχαία τάση στη φιλοσοφία.
[λόγ. < ελνστ. ἀθεΐα]
- αθερίνα η [aθerína] Ο25 : είδος μικρόσωμου ψαριού.
[μσν. αθερίνα < αρχ. ἀθερίν(η) μεταπλ. -α]
- αθλοθεσία η [aθloθesía] Ο25 : η αθλοθέτηση.
[λόγ. < ελνστ. ἀθλοθεσία]
- αθυμία η [aθimía] Ο25 : (λόγ.) έλλειψη καλής ψυχικής διάθεσης· ακεφιά.
[λόγ. < αρχ. ἀθυμία]
- αθυροστομία η [aθirostomía] Ο25 : η ιδιότητα του αθυρόστομου ανθρώπου: Tον χαρακτηρίζει η ~. || (συνήθ. πληθ.) λέξη ή έκφραση που θεωρείται τολμηρή και ιδίως άσεμνη: Mε τις αθυροστομίες του κάνει τις γυναίκες να κοκκινίζουν.
[λόγ. < ελνστ. ἀθυροστομία]
- αίγα η [éγa] Ο25 : (λόγ., λαϊκότρ.) η κατσίκα.
[μσν. αίγα < αρχ. αἴξ, αιτ. αrγα]
- αιγυπτιολογία η [ejiptiolojía] Ο25 : κλάδος της αρχαιογνωσίας που ασχολείται με τον αρχαίο αιγυπτιακό πολιτισμό.
[λόγ. < γαλλ. égyptologie < ῆgypt(e) < λατ. Aegyptus < αρχ. Aἴγυπτ(ος) -ο- + -logie = -λογία, με προσθήκη -ι- κατά το Aιγύπτιος]
- αιδοιολειχία η [eδiolixía] Ο25 : επαφή του αιδοίου με το στόμα, ιδίως με τα χείλη και τη γλώσσα, με σκοπό τη διέγερση και την πρόκληση ερωτικής ηδονής.
[λόγ. αιδοί(ον) -ο- + αρχ. λείχ(ω) `γλείφω΄ -ία μτφρδ. νλατ. cunnilingus (για την πράξη) < λατ. cunnilingus (για το άτομο που κάνει την πράξη) (πρβ. ελνστ. αἰδοιλείκτης για το άτομο)]
- αιθρία η [eθría] Ο25 : (λόγ.) έλλειψη συννεφιάς. ΦΡ κεραυνός εν ~, για αναπάντεχο κακό.
[λόγ. < αρχ. αἰθρία]



