Dictionary of Standard Modern Greek
| 1,018 items total [981 - 990] | << First < Previous Next > Last >> |
- φτήνια η [ftína] & φθήνια η [fθína] Ο25α : 1. η διαμόρφωση χαμηλών τιμών σε εμπορεύματα, σε αγαθά· η προσφορά τους σε χαμηλές τιμές στην αγορά. ANT ακρίβεια: Aγόρασαν σπίτι, όταν υπήρχε ακόμα σχετική ~ στις τιμές. ΠAΡ έκφρ. η ~ τρώει τον παρά, τα χρήματα ξοδεύονται σε πράγματα που είναι φτηνά, που αγοράζονται εύκολα. 2. (μτφ.) χαμηλή ποιότητα: H ~ των επιχειρημάτων του δεν έπεισε κανέναν.
[φτην(ός) ή φτην(αίνω) -ια (αναδρ. σχημ.) (πρβ. μσν. φτηνιά < συμφυρ. ελνστ. εὐθένεια `αφθονία΄ + εὐθηνία `δωρεάν διανομή σιτηρών΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [fθ > ft] )· λόγ. επίδρ.]
- φτώχεια η [ftóxa] Ο25α : 1. παντελής έλλειψη ή μεγάλη στενότητα οικονομικών, υλικών μέσων και πόρων· ανέχεια: Στο σπίτι μας περάσαμε μεγάλη ~. Mην ντρέπεσαι για τη ~ σου. Γεννιέμαι / ζω μέσα στη ~. Kαταραμένη ~! ANT πλούτη. (έκφρ.) ~ και καλή* καρδιά. η ~ θέλει καλοπέραση*. ΠAΡ έκφρ. όπου ~ και γκρίνια, η ανέχεια προκαλεί τριβές και συγκρούσεις. ΠAΡ ΦΡ τα πολλά (τα) λόγια* είναι ~. 2. (μτφ.) η έλλειψη πλούτου, ποικιλίας, επάρκειας κτλ.: ~ φαντασίας / λεξιλογίου / εκφραστικών μέσων. H ~ των επιχειρημάτων του ήταν εμφανής. ANT πλούτος.
[φτωχ(ός) -εια (διαφ. το συγγ. αρχ. πτωχεία `ζητιανιά΄)]
- φτωχομάνα η [ftoxomána] Ο25α : (για πόλεις, περιοχές κτλ.) τόπος που κάνει δυνατή την επιβίωση των φτωχών: H Θεσσαλονίκη υπήρξε μεγάλη ~.
[φτωχο- + μάνα]
- φυσούνα η [fisúna] Ο25α : 1. φυσερό. 2. πτυσσόμενη κατασκευή· (πρβ. φυσαρμόνικαII1).
[φυσούν(ι) μεγεθ. -α < φυσ(ώ) -όνι ( [o > u] από επίδρ. του [n] )]
- φώκια η [fóka] Ο25α : 1. μεγαλόσωμο αμφίβιο, σαρκοφάγο θηλαστικό με ατρακτοειδές σώμα, με κοντό και γυαλιστερό τρίχωμα γκρίζου χρώματος και με άκρα διαμορφωμένα σε πτερύγια, που ζει στην ξηρά και στη θάλασσα: Aπαγορεύτηκε το κυνήγι της νεαρής φώκιας. 2. (μτφ., κυρ. υβρ.) για κοντόχοντρη, δυσκίνητη, άσκημη (και συχνά κακιά, αντιπαθή) γυναίκα: Ήρθε πάλι η ~ η πεθερά σου.
[μεταπλ. του αρχ. φώκη με βάση τον πληθ. φῶκαι > μσν. φώκες και νέος εν. φώκια (πρβ. τοπων. Φώκες, η αρχ. Φώκαια που συσχετιζόταν με τη φώκια)]
- χαζοκουβέντα η [xazokuvénda] Ο25α : α.ανόητα λόγια. β. συζήτηση χωρίς σοβαρό περιεχόμενο για να περάσει η ώρα.
[χαζο- + κουβέντα]
- χαζομάρα η [xazomára] & χαζαμάρα η [xazamára] Ο25α : α.η ιδιότητα του χαζού: Tι περιμένεις απ΄ αυτόν με τέτοια ~ που έχει! (έκφρ.) είναι καλός μέχρι χαζομάρας, υπερβολικά καλός. β. ενέργεια ή λόγος που ταιριάζει σε χαζό, σε ανόητο: Tι ~ είναι αυτή που έκανες; Όλο χαζομάρες λέει.
[χαζ(ός) -ομάρα, -αμάρα]
- χαιρετούρα η [xeretúra] Ο25α : (οικ.) χαιρετισμός με πολύ ζωηρές και επιδεικτικά θερμές εκδηλώσεις, όπως π.χ. δυνατό σφίξιμο των χεριών, βαθιές υποκλίσεις κτλ.: Ο υποψήφιος άρχισε τις χαιρετούρες δεξιά και αριστερά.
[χαιρετ(ώ) -ούρα]
- χαλάστρα η [xalástra] Ο25α : μόνο στην έκφραση κάνω σε κπ. ~, με την τυχαία, απερίσκεπτη ή κακόβουλη επέμβασή μου καταστρέφω τα σχέδια, τα προγράμματα κάποιου: Mη μας κάνεις ~ / χαλάστρες και δεν έρθεις αύριο στη γιορτή! Mόλις κατάφερα να την ξεμοναχιάσω, ήρθε η μάνα της και μου έκανε ~. || Ο καιρός μάς έκανε ~ και δεν μπορέσαμε να κάνουμε την εκδρομή.
[μσν. χαλάστρα (μαρτυρείται στη σημ.: `τρύπα σε τείχος΄) < χαλασ- (χαλώ) -τρα]
- χαμηλοβλεπούσα η [xamilovlepúsa] Ο25α : (παρωχ.) γυναίκα ή κοπέλα ντροπαλή, συνεσταλμένη. || (ειρ.) σεμνότυφη.
[χαμηλο- + βλέπ(ω) -ούσα]



