Dictionary of Standard Modern Greek
| 82 items total [61 - 70] | << First < Previous Next > Last >> |
- πανδοχέας ο [panδoxéas] Ο21 : ο ιδιοκτήτης πανδοχείου.
[λόγ. < ελνστ. πανδοχεύς, αιτ. -έα (αρχ. πανδοκεύς)]
- προβολέας ο [provoléas] Ο21 : 1. φωτιστικό σώμα που μέσο ενός συστήματος κατόπτρων ή φακών συγκεντρώνει και εκπέμπει μια ισχυρή δέσμη φωτεινών ακτίνων: Προβολείς αυτοκινήτου / μοτοσικλέτας. Tο στάδιο / το αεροδρόμιο / η περιοχή φωτιζόταν με ισχυρούς προβολείς. Ο νυχτερινός αγώνας θα διεξαχθεί υπό το φως των προβολέων. Aντιαεροπορικός ~, που χρησιμοποιείται για την επισήμανση εναέριων στόχων τη νύχτα. ~ διάχυτου φωτισμού, που χρησιμοποιείται για το φωτισμό πλατειών, λιμανιών, αεροδρομίων κτλ. ~ ομίχλης· (βλ. φανός). ~ αλογόνου / ιωδίου. || ισχυρό φωτιστικό σώμα που χρησιμοποιείται για τη λήψη ή την προβολή φωτεινών εικόνων: Kινηματογραφικός ~. Tο συνεργείο της τηλεόρασης άναψε τους προβολείς και άρχισε τη λήψη. 2. (μτφ.) το ενδιαφέρον, η προσοχή: Έπεσαν / στράφηκαν επάνω του οι προβολείς της δημοσιότητας.
προβολάκι το YΠΟKΟΡ α. ειδικό φωτιστικό σώμα που εκπέμπει συγκεντρωτικά το φως. β. ειδικός συγκεντρωτικός λαμπτήρας. [λόγ. < ελνστ. προβολεύς, αιτ. -έα `παραγωγός, πρόξενος΄ κατά τη σημ. του προβάλλωΙΙ, σημδ. γαλλ. projecteur]
- προμηθέας ο [promiθéas] Ο21 : χαρακτηρισμός προσώπου που, όπως ο τιτάνας Προμηθέας, ενεργεί με προνοητικότητα: Οι κυβερνώντες να είναι προμηθείς όχι επιμηθείς.
[λόγ. < αρχ. Προμηθεύς, αιτ. -έα]
- πρωθιερέας ο [proθieréas] Ο21 : (εκκλ.) ο πρώτος ιεραρχικά μεταξύ των ιερέων ενός ναού, ο προϊστάμενος του ναού· πρωτοπρεσβύτερος.
[λόγ. < ελνστ. πρωθιερεύς, αιτ. -έα]
- σκαπανέας ο [skapanéas] Ο21 : 1. (στρατ.) στρατιώτης του όπλου του μηχανικού με ειδικότητα στις σκαπτικές εργασίες. 2. (μτφ.) αυτός που με τη δραστηριότητά του σε έναν τομέα ανοίγει το δρόμο και για τους άλλους· πρωτοπόρος: Οι σκαπανείς της επιστήμης / του πνεύματος.
[λόγ. < ελνστ. σκαπανεύς, αιτ. -έα `σκαφτιάς΄, σημδ.: 1: γαλλ. sapeur· 2: γαλλ. pionnier]
- σκαφέας ο [skaféas] Ο21 : επίσημη ονομασία του εργάτη ο οποίος ασχολείται με το σκάψιμο.
[λόγ. < αρχ. σκαφεύς, αιτ. -έα]
- σπογγαλιέας ο [spoŋgaliéas] Ο21 : επίσημη ονομασία του επαγγελματία ναυτικού που αλιεύει σφουγγάρια· σφουγγαράς1: Σπογγαλιείς Δωδεκανήσου.
[λόγ. σπόγγ(ος) + αλιεύς > αλιέας]
- σπορέας ο [sporéas] Ο21 : 1. ονομασία του γεωργού ο οποίος σπέρνει. || (εκκλ.): Παραβολή του σπορέως. 2. επίσημη ονομασία της σπαρτικής μηχανής.
[λόγ.: 1: αρχ. σπορεύς, αιτ. -έα· 2: σημδ. γαλλ. semoir]
- στροφέας ο [stroféas] Ο21 : 1.(ανατ.) ο ανώτατος σπόνδυλος του αυχένα· άτλας 3. 2. ο μεντεσές. 3. (τεχνολ.) α. (σε ένα σύστημα μετάδοσης της κίνη σης) το στρεφόμενο τμήμα ενός άξονα ή μιας ατράκτου, το οποίο προσαρμόζεται στο έδρανο. β. κυλινδρικό τμήμα γύρω από το οποίο στρέφεται ένα εξάρτημα.
[λόγ. < ελνστ. στροφεύς, αιτ. -έα (3: σημδ. γαλλ. pivot)]
- συγγραφέας ο [siŋγraféas] Ο21 θηλ. συγγραφέας [siŋγraféas] : αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή πνευματικών (επιστημονικών ή λογοτεχνικών) έργων: Δόκιμος / διάσημος / βραβευμένος / άγνωστος / ανώνυμος ~. Θεατρικός ~. ~ επιστημονικών / λογοτεχνικών έργων. ~ παιδικών / αστυνομικών βιβλίων. Ο ~ ενός έργου, αυτός που το έγραψε. Ποιος είναι ο ~ των «Aθλίων»; Kάθε γνήσιο αντίτυπο του βιβλίου φέρει τη σφραγίδα του συγγραφέα. Aνθολογία αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. || (ειδικά) ο λογοτέχνης που συγγράφει σε πεζό λόγο, σε αντιδιαστολή προς τον ποιη τή: Στην εκδήλωση συμμετείχαν συγγραφείς και ποιητές. Mεγάλος ~ και ποιητής.
[λόγ. < αρχ. συγγραφεύς, αιτ. -έα· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]



