Dictionary of Standard Modern Greek
| 287 items total [31 - 40] | << First < Previous Next > Last >> |
- αντίλαλος ο [andílalos] Ο20 : 1.η ηχώ, η επανάληψη δηλαδή του ήχου, όταν το εμπόδιο, στο οποίο αυτός προσκρούει, βρίσκεται σε μακρινή απόσταση: Άκουγε τον αντίλαλο της φωνής του και νόμιζε ότι κάποιος τον κορόιδευε από το βάθος της ρεματιάς. 2. (σπάν., μτφ.) η απήχηση.
[αντιλαλ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.) (διαφ. το ελνστ. ἀντίλαλος `κακολόγος΄)]
- αντίλογος ο [andíloγos] Ο20 : λόγος που έχει ως σκοπό την απάντηση στις απόψεις κάποιου άλλου: Στο συνέδριο δε δόθηκε η δυνατότητα του αντίλογου στους αντιπάλους της ηγετικής ομάδας. Λόγος και ~, για διαφωνία που εκδηλώνεται με απόψεις πάντα διαφορετικές και συνήθ. αντίθετες από εκείνες του συνομιλητή.
[αντι- λόγος ή ουσιαστικοπ. αρσ. του αρχ. επιθ. ἀντίλογος `αντιρρητικός, αντίθετος΄]
- απελεύθερος ο [apeléfθeros] Ο20 θηλ. απελεύθερη [apeléfθeri] Ο32 : στην αρχαιότητα, ο δούλος που απέκτησε την ελευθερία του.
[λόγ. < αρχ. ἀπελεύθερος· λόγ. απελεύθερ(ος) -η]
- απήγανος ο [apíγanos] Ο20 : αρωματικό φυτό, συνήθ. στη ΦΡ ξορκισμένο(ς)* να ΄ναι με τον απήγανο.
[μσν. απήγαν(ον) μεταπλ. σε αρσ. -ος με βάση την αιτ. < αρχ. πήγανον με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-pi > enapi > en-api] ]
- αποθηκάριος ο [apoθikários] Ο20 : αυτός που είναι υπεύθυνος για τη φύλαξη και τη διαχείριση του υλικού μιας αποθήκης: Προσλάβαμε καινούριο αποθηκάριο. ~ τελωνείου / πλοίου. || (στρατ.): ~ του λόχου. Tεχνικός ~ γραφέας, ειδικότητα στο στρατό.
[λόγ. < ελνστ. ἀποθηκάριος]
- απόπατος ο [apópatos] Ο20 : (παρωχ.) αποχωρητήριο, αφοδευτήριο.
[λόγ. < αρχ. ἀπόπατος]
- αρκουδόγυφτος ο [arkuδójiftos] Ο20 : 1.γύφτος που εκγυμνάζει αρκούδες, αρκουδιάρης. 2. (μτφ.) άξεστος, βρομιάρης άνθρωπος.
[αρκούδ(α) -ο- + γύφτος]
- αρχοντάνθρωπος ο [arxondánθropos] Ο20 : άνθρωπος με αρχοντιά, με ευγενικά συναισθήματα, με λεπτούς τρόπους και συνήθ. με επιβλητική εμφάνιση.
[αρχοντ(ο)- + άνθρωπος]
- άσφαλτος ο [ásfaltos] Ο20 : (προφ.) η άσφαλτος2.
[< άσφαλτος η μεταπλ. σε αρσ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ος (πρβ. αρχ. ἄσφαλτος ὁ)]
- ασφόδελος ο [asfóδelos] Ο20 : φυτό με λογχοειδή φύλλα, λευκορόδινα συνήθ. άνθη που σχηματίζουν τσαμπί στην κορυφή και κονδυλώδεις ρίζες: Aνθισμένος ~. || Λιβάδι με ασφόδελους, ο Άδης.
[λόγ. < αρχ. ἀσφόδελος]



