Dictionary of Standard Modern Greek
| 287 items total [221 - 230] | << First < Previous Next > Last >> |
- πουστόγερος ο [pustójeros] Ο20 : (λαϊκ., προφ.) υβριστικός χαρακτηρισμός για γέρο.
[πούστ(ης) -ο- + γέρος]
- πριόβολος ο [priófolos] Ο20 & πριόβολο το [prióvolo] Ο41 : (παρωχ.) ατσάλινο αντικείμενο, εξάρτημα του τσακμακιού, με το οποίο χτυπούσαν τις τσακμακόπετρες για να βγάλουν σπίθες. || (επέκτ.) τσακμάκι.
[*πυρόβολος με μετάθ. του [r] < αρχ. πυροβόλος `που ρίχνει φωτιά΄ (για αναμμένα βέλη) με μετακ. τόνου κατά τα άλλα σύνθ.· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
- πρόσπαππος ο [próspapos] Ο20 : ο προπάππος.
προσπαππούλης ο YΠΟKΟΡ. [αρχ. πρόπαππος (δες προπάππος) παρετυμ. προσ- με βάση τη φρ. πάππου προς πάππου· πρόσπαππ(ος) -ούλης]
- πρωτοξάδερφος ο [protoksáδerfos] Ο20 θηλ. πρωτοξαδέρφη [protoksaδérfi] Ο30α : (οικ.) ο πρώτος εξάδελφος.
[πρωτο- + ξάδερφος, ξαδέρφη]
- πρωτόσχολος ο [protósxolos] & πρωτόσκολος ο [protóskolos] Ο20 : ο καλύτερος μαθητής της τάξης, ο οποίος χρησιμοποιούνταν ως βοηθός του δασκάλου, ιδίως για τη διδασκαλία των μικρότερων μαθητών στο αλληλοδιδακτικό σχολικό σύστημα.
[πρωτο- + σχολ(ειό), σκολ(ειό) -ος]
- πτωχοπρόδρομος ο [ptoxopróδromos] & φτωχοπρόδρομος ο [ftoxopróδromos] Ο20 : αυτός που συνεχώς κλαίγεται και παραπονιέται για τη φτώχεια ή τη δυστυχία του με σκοπό να τον λυπούνται και να τον βοηθούν.
[λόγ. πτωχο- + ανθρωπων. (Θεόδωρος) Πρόδρομος (βυζαντινός ποιητής που θρηνεί την τύχη του να είναι γραμματιζούμενος και φτωχός)· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]
- ραδιοτηλέγραφος ο [raδiotiléγrafos] Ο20 : τηλέγραφος που λειτουργεί με ερτζιανά κύματα· ασύρματος τηλέγραφος.
[λόγ. < αγγλ. radiotelegraph < radio- = ραδιο- 1 + telegraph = τηλέγραφος]
- ρασκόλνικοι οι [raskólniki] Ο20 : Ρώσοι χριστιανοί που αποσχίστηκαν από την ορθόδοξη εκκλησία το 1654.
[λόγ. < ρωσ. raskoljniki (πληθ.)]
- ρινόκερος ο [rinókeros] Ο20 : μεγαλόσωμο παχύδερμο θηλαστικό που ζει στις θερμές χώρες της Aσίας και της Aφρικής και έχει ένα κέρατο στη μύτη και κάποτε ένα δεύτερο και μικρότερο στο μέτωπο.
[λόγ. < ελνστ. ῥινόκερ(ως) μεταπλ. -ος για προσαρμ. στη δημοτ.]
- σάλαγος ο [sálaγos] Ο20 : (λαϊκότρ.) 1. η βουή, ο θόρυβος που κάνει ένα κοπάδι ζώων. || (λογοτ.): Ο ~ της μέρας δεν έχει κοπάσει ακόμα. Ο ~ της μάχης / του πολέμου. Ο ~ των κυμάτων / της θάλασσας. 2. η κραυγή του βοσκού με την οποία παρακινεί το κοπάδι να προχωρήσει ή να σταματήσει.
[σαλαγ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.)]



