Dictionary of Standard Modern Greek
238 items total [111 - 120] | << First < Previous Next > Last >> |
- καταβρεχτήρας ο [katavrextíras] Ο2 : βυτιοφόρο αυτοκίνητο που καταβρέχει τους καλοκαιρινούς μήνες τους δρόμους των πόλεων.
[λόγ. καταβρεκ- (καταβρέχω) -τήρ > -τήρας και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- καταιονητήρας ο [kateonitíras] Ο2 : (λόγ.) συσκευή για: α. ντους. β. υποκλυσμό.
[λόγ. < αρχ. ρ. καταιονη- (καταιονῶ) `ρίχνω ζεστό νερό για θεραπευτικούς σκοπούς΄ -τήρ > -τήρας]
- καταποτήρας ο [katapotíras] Ο2 : (λαϊκότρ., παρωχ.) 1. καταβόθρα. 2. δίνη.
[καταπο- (θ. συγγ. του αρχ. ρ. καταπίνω, σύγκρ. κατάποση) -τήρας]
- κατασβεστήρας ο [katazvestíras] Ο2 : (τεχν.) πυροσβεστήρας.
[λόγ. κατασβεσ- (αρχ. κατασβέννυμι, δες στο κατασβήνω) -τήρ > -τήρας απόδ. γαλλ. extincteur]
- κατασιγαστήρας ο [katasiγastíras] Ο2 : (τεχν.) σιγαστήρας.
[λόγ. κατασιγασ- (κατασιγάζω) -τήρ > -τήρας]
- καυστήρας ο [kafstíras] Ο2 : συσκευή στο εσωτερικό της οποίας επιτυγχάνεται η αμοιβαία επαφή καύσιμης ύλης και οξειδωτικού μέσου (αέρα, οξυγόνου) και, στη συνέχεια, η καύση του μείγματος, έτσι ώστε να παράγεται θερμότητα, φωτισμός κτλ.
[λόγ. < αρχ. καυστήρ, αιτ. -ῆρα]
- κεραμέας ο [keraméas] Ο2 : (επίσ.) κεραμοποιός.
[λόγ. < αρχ. κεραμεύς, αιτ. -έα]
- κηδεμόνας 1 ο [kiδemónas] Ο2 : αυτός που έχει τη φροντίδα και την επίβλεψη ανήλικου παιδιού, είτε αυτός είναι ο ένας γονέας είτε κάποιος άλλος, όταν απουσιάζουν ή έχουν πεθάνει οι γονείς: Nα έρθεις αύριο με τον κηδεμόνα σου! Σύλλογος γονέων και κηδεμόνων.
[λόγ. < αρχ. κηδεμών, αιτ. -όνα `προστάτης, φύλακας κάποιου΄ σημδ. γαλλ. tuteur]
- κηδεμόνας 2 ο : είδος ορθοπεδικής κατασκευής: Kηδεμόνες σκολίωσης.
[λόγ. < κηδεμόνας 2 σημδ. γαλλ. tuteur(;) `στήριγμα φυτού΄]
- κηφήνας ο [kifínas] Ο2 : 1. η αρσενική μέλισσα: Aποκλειστικός προορισμός των κηφήνων είναι η γονιμοποίηση της βασίλισσας. 2. (μτφ.) άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει σε βάρος των άλλων.
[λόγ. < αρχ. κηφήν, αιτ. -ῆνα]