Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Κλιτικό παράδειγμα: Ο19 (άγγελος, αγγέλου, άγγελοι)
300 items total [221 - 230]
πρόεδρος ο [próeδros] Ο19 θηλ. πρόεδρος [próeδros] Ο36 & (οικ.) προεδρίνα [proeδrína] Ο26 : 1. το συνήθ. εκλεγμένο πρόσωπο που προΐσταται στις διαδικασίες και στη λειτουργία σωμάτων, οργάνων, οργανώσεων, οργανισμών κτλ.: Ο ~ της Bουλής / της ΓΣΕΕ / της AΔΕΔY / του ΠAΟK / της AΕK. ~ σωματείου / συλλόγου / (διοικητικού) συμβουλίου / κοινότητας / επιτροπής / συνέλευσης. Ο θεσμός / το αξίωμα / η εκλογή / οι εξουσίες / τα καθήκοντα / η θητεία του προέδρου. Iσόβιος / επίτιμος ~. Επιτυχημένος / δραστήριος ~. Όταν απουσιάζει ο ~, τον αναπληρώνει ο αντιπρόεδρος. Εκλέχτηκε ένας ~ για να διευθύνει τη συζήτηση. Θέτω υποψηφιότητα για ~. || (ειδικότ.) α. Πρόεδρος (της Δημοκρατίας), ο ανώτατος άρχοντας σε κράτη με δημοκρατικό πολίτευμα: Ο Πρόεδρος της Ελλάδας / της Γαλλίας / των HΠA / της Ρωσίας. Ο Πρόεδρος θα απευθύνει διάγγελμα στο λαό. H θητεία του Προέδρου είναι πενταετής. Ο Πρόεδρος είναι ο εγγυητής του Συντάγματος. β. Ο ~ της κυβέρνησης / του υπουργικού συμβουλίου, ο αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας, ο πρωθυπουργός: Ο ~ της κυβέρνησης δέχθηκε έντονη κριτική από την αντιπολίτευση. γ. αρχηγός πολιτικού κόμματος, παράταξης: Ο ~ της NΔ / του ΠAΣΟK / της Πολιτικής Άνοιξης / του Συνασπισμού / των Οικολόγων. δ. ~ δικαστηρίου, δικαστής που διευθύνει τις εργασίες ή τις συνεδριάσεις δικαστηρίου. 2. (θηλ.) προεδρίνα: α. η πρόεδρος. β. η σύζυγος προέδρου.

[λόγ. < αρχ. πρόεδρος `που κάθεται στη πρώτη θέση, που προεδρεύει σε συνέλευση΄ & σημδ. γαλλ. président· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· πρόεδρ(ος) -ίνα]

προέλεγχος ο [proéleŋxos] Ο19 : ο έλεγχος που γίνεται εκ των προτέρων, ο προκαταρκτικός έλεγχος.

[λόγ. < ελνστ. προελέγχ(ω) -ος κατά το σχ.: ελέγχω - έλεγχος μτφρδ. αγγλ. pre-check]

προκάτοχος ο [prokátoxos] Ο19 θηλ. προκάτοχος [prokátoxos] Ο36 & προκάτοχη Ο32 : 1. ο προηγούμενος κάτοχος ή ιδιοκτήτης: Ο ~ του αυτοκινήτου / του σπιτιού. 2. αυτός που κατείχε προηγουμένως, πριν από κπ. άλλο μια θέση, ένα αξίωμα κτλ.: Ο προκάτοχός μου στην υπηρεσία συνταξιοδοτήθηκε. Aυτός ο υπουργός αποδείχτηκε πιο δραστήριος από τον προκάτοχό του. || (ως επίθ.) ο προηγούμενος: H προκάτοχη κυβέρνη ση απέτυχε στον οικονομικό τομέα.

[λόγ. < αρχ. προ(κατέχω) `έχω κατο χή από πριν΄ -κάτοχος κατά το σχ.: κατέχω - κάτοχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· προκάτοχ(ος) μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

πρόλοβος ο [prólovos] Ο19 : (ζωολ.) διεσταλμένο τμήμα του οισοφάγου των πτηνών, όπου συγκρατείται η τροφή πριν να περάσει στο στομάχι.

[λόγ. < αρχ. πρόλοβος]

πρόλογος ο [próloγos] Ο19 : 1. προεισαγωγικό μέρος κειμένου ή λόγου. ANT επίλογος: Ο ~ πρέπει να είναι σύντομος. Tο βιβλίο έχει έναν κατατοπιστικό πρόλογο. Mπήκε στο θέμα χωρίς πρόλογο. ~ μυθιστορήματος / θεατρικού έργου. ~, κυρίως θέμα και επίλογος. Άσε τους προλόγους και λέγε τι συμβαίνει. 2. (στο αρχ. δράμα) α. το μέρος πριν από το χορικό άσμα. β. ο αρχικός μονόλογος, που αναφέρεται σε γεγονότα σχετικά με την υπόθεση του δράματος και εισάγει στην κυρίως δράση.

[λόγ. < αρχ. πρόλογος]

πρόσκοπος ο [próskopos] Ο19 θηλ. (προφ.) προσκοπίνα [proskopína] Ο26 στη σημ. 1 : 1. νέος που είναι μέλος του προσκοπισμού: Tα λυκόπουλα είναι το παιδικό και οι οδηγοί το γυναικείο τμήμα των προσκόπων. Εφορεία / σύστημα προσκόπων. Σώμα Ελλήνων Προσκόπων (ΣΕΠ). Συνάντηση παλιών προσκόπων. (έκφρ.) σαν ~, για κπ. που ακολουθεί με απόλυτη πειθαρχία ένα πρόγραμμα στην καθημερινή ζωή του. 2. (παρωχ.) ανιχνευτής. προσκοπάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. (έκφρ.) σαν ~, για παιδί που είναι απόλυτα πειθαρχημένο.

[λόγ. < αρχ. πρόσκοπος `στρατιώτης της προφυλακής΄ σημδ. αγγλ. scout, boy scout· πρόσκοπ(ος) -ίνα]

πρωτοδιάκονος ο [protoδiákonos] Ο19 : (εκκλ.) αρχιδιάκονος.

[λόγ. < ελνστ. πρωτοδιάκονος]

πρωτονοτάριος ο [protonotários] Ο19 : ονομασία αξιωματούχου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

[λόγ. < μσν. πρωτονοτάριος < πρωτο- + νοτάριος `γραμματέας΄ < λατ. notari(us) -ος]

πρωτοσπαθάριος ο [protospaθários] Ο19 : (ιστ.) ονομασία βυζαντινών αξιωματούχων ιδίως αυλικών.

[λόγ. < μσν. πρωτοσπαθάριος < πρωτο- + σπαθάριος `σπαθοφόρος΄ < σπαθ(ί) -άριος]

πυόκοκκος ο [piókokos] Ο19 : (ιατρ.) γενική ονομασία των πυογόνων μικροοργανισμών.

[λόγ. < νλατ. pyococcus < pyo- < αρχ. πύο(ν) + coccus < αρχ. κόκκος]

< Previous   1... 21 22 [23] 24 25 ...30   Next >
Go to page:Go