Dictionary of Standard Modern Greek
| 300 items total [271 - 280] | << First < Previous Next > Last >> |
- τρόφιμος ο [trófimos] Ο19 θηλ. τρόφιμος [trófimos] Ο36 : αυτός που ζει και διατρέφεται σε ίδρυμα ή σε άσυλο: ~ ορφανοτροφείου / γηροκομείου / αναμορφωτηρίου / φυλακής / ψυχιατρείου.
[λόγ. < αρχ. τρόφιμος `θετό παιδί΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- τροχιόδρομος ο [troxióδromos] Ο19 : (παρωχ.) τραμ: Hλεκτροκίνητος ~.
[λόγ. τροχι(ά) -ο- + -δρομος μτφρδ. αγγλ. tramway]
- τύραννος ο [tíranos] Ο19 : 1α. στην αρχαία Ελλάδα, απόλυτος άρχοντας που έπαιρνε την εξουσία με βίαια ή με παράνομα μέσα: Ο Περίανδρος ήταν ~ της Kορίνθου. || Οι τριάκοντα τύραννοι στην αρχαία Aθήνα. β. χαρακτηρισμός ανώτατου άρχοντα, συνήθ. δικτάτορα, που ασκεί την εξουσία αυθαίρετα και βάναυσα. 2. αυτός που προσπαθεί να επιβάλει τη θέλησή του στο οικογενειακό ή στο κοινωνικό περιβάλλον του με καταναγκαστικό τρόπο: Δεν υποφέρεται πια, είναι ένας ~ μέσα στο σπίτι.
τυραννίσκος ο YΠΟKΟΡ α. τύραννος1 ασήμαντος, τιποτένιος. β. μικρός στην ηλικία τύραννος2: Πολλές φορές τα παιδιά γίνονται τυραννίσκοι. [2: αρχ. τύραννος· 1: λόγ. < αρχ. τύραννος, αρχική σημ.: `απόλυτος άρχοντας΄· λόγ. τύρανν(ος) -ίσκος]
- υδράργυρος ο [iδrárjiros] Ο19 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) στοιχείο της ομάδας των μετάλλων, αργυρόλευκο, ρευστό στη συνηθισμένη του κατάσταση: Iωδιούχος / κυανούχος ~. Θερμόμετρο υδραργύρου. (έκφρ.) ανεβαίνει ο ~ / άνοδος του υδραργύρου, για άνοδο της θερμοκρασίας και μτφ. για προοδευτική όξυνση καταστάσεων, σχέσεων κτλ.: H μετεωρολογική Yπηρεσία προβλέπει άνοδο του υδραργύρου. Ενόψει των δημοτικών εκλογών προβλέπεται άνοδος του υδραργύρου. κατεβαίνει ο ~ / κάθοδος του υδραργύρου, για πτώση της θερμοκρασίας.
[λόγ. < ελνστ. ὑδράργυρος]
- υμέναιος ο [iméneos] Ο19 : 1.στην αρχαία Ελλάδα, γαμήλιο τραγούδι. 2. (λόγ.) γάμος.
[λόγ. < αρχ. ὑμέναιος]
- υπάλληλος ο [ipálilos] Ο19 θηλ. υπάλληλος [ipálilos] Ο36 : εργαζόμενος ο οποίος αμείβεται με μηνιαίο μισθό: Δημόσιος / ιδιωτικός ~. ~ Tραπέζης / στην Tράπεζα. Aνώτερος διοικητικός ~. Mόνιμος / έκτακτος ~.
υπαλληλάκος ο YΠΟKΟΡ α. νεαρός υπάλληλος. β. με μειωτική σημασία, ασήμαντος, κατώτερος. υπαλληλίσκος ο YΠΟKΟΡ με μειωτική σημασία. [λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. υπάλληλος σημδ. γαλλ. employé subalterne `κατώτερος υπάλληλος΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· υπάλληλ(ος) -άκος· λόγ. υπάλληλ(ος) -ίσκος]
- υπάνθρωπος ο [ipánθropos] Ο19 : (μειωτ., υβρ.) ως χαρακτηρισμός ανθρώπου χυδαίου, ωμού και απάνθρωπου, με κατώτερα ένστικτα.
[λόγ. υπ(ο)- άνθρωπος κατά το αντ. υπεράνθρωπος μτφρδ. γερμ. Untermensch]
- ύπαρχος ο [íparxos] Ο19 : αξιωματικός πολεμικού πλοίου, ο οποίος στην ιεραρχία βρίσκεται αμέσως μετά τον κυβερνήτη.
[λόγ. < αρχ. ὕπαρχος `υπαρχηγός (στο στρατό)΄]
- ύπατος ο [ípatos] Ο19 : ο καθένας από τους δύο άρχοντες που ασκούσαν την ανώτατη εξουσία στην αρχαία ρωμαϊκή δημοκρατία.
[λόγ. < ελνστ. ὕπατος, αρχ. σημ.: `ανώτατος΄]
- υπέρηχος ο [ipérixos] Ο19 : (φυσ.) ταλαντώσεις της ίδιας φύσης με τον ήχο, υψηλότερης όμως συχνότητας, έτσι ώστε δε γίνονται αντιληπτές από το ανθρώπινο αυτί: Οι υπέρηχοι χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην ιατρική.
[λόγ. υπερ- + ήχος μτφρδ. γαλλ. ultrason]



