Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 92 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκεμπές ο [skembés] Ο13 : (λαϊκότρ.) η κοιλιά και το στομάχι, κυρίως όταν θέλουμε να τονίσουμε ότι είναι πλαδαρά και προτεταμένα: Έκανε σκεμπέ από το πολύ φαΐ. || στομάχι σφαγμένου ζώου από το οποίο παρασκευάζεται πατσάς.
[τουρκ. işkembe -ς με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- σκερβελές ο [skervelés] Ο13 : (λαϊκ.) τεμπέλης, ανεπρόκοπος, χαμένο κορμί.
[;]
- σκουπιδοτενεκές ο [skupiδotenekés] Ο13 : μεγάλο δοχείο, συνήθ. μεταλλικό ή πλαστικό, για τη συλλογή των σκουπιδιών.
[σκουπίδ(ι) -ο- + τενεκές]
- σουρουκλεμές ο [suruklemés] Ο13 : άνθρωπος που γυρίζει από εδώ κι από εκεί· αχαΐρευτος.
[τουρκ. sürükle(n)me(k) `σέρνω, σέρνομαι, κάνω άσκη μη ζωή΄ -ς]
- ταραμοκεφτές ο [taramokeftés] Ο13 : κεφτές που έχει ως βάση τον ταραμά.
[ταραμ(άς) -ο- + κεφτές]
- τεκές ο [tekés] Ο13 : 1. μουσουλμανικό μοναστήρι: Aπό μακριά ξεχώριζε ο τρούλος του τεκέ. 2. καταγώγιο όπου συχνάζουν χασισοπότες. || (επέκτ.) χώρος γεμάτος από καπνούς τσιγάρων: Tεκέ το κάνατε εδώ μέσα;
[τουρκ. tekke (από τα αραβ.) -ς]
- τελεμές ο [telemés] Ο13 : είδος λευκού τυριού, παραλλαγή της φέτας.
[τουρκ. teleme -ς]
- τενεκές ο [tenekés] & ντενεκές ο [denekés] Ο13 : 1α. (οικ.) λευκοσίδηρος. || (μειωτ.) για μέταλλο φτηνό, κακής ποιότητας. β. δοχείο κατασκευασμέ νο από τενεκέ, με ορισμένη συνήθ. χωρητικότητα: ~ για πετρέλαιο / για λάδι. || το περιεχόμενο ενός τενεκέ: Aγόρασα έναν τενεκέ λάδι / τυρί. γ. μεταλλικό ή πλαστικό δοχείο για τα σκουπίδια· τενεκές των σκουπιδιών, σκουπιδοντενεκές. 2. (μτφ.) άνθρωπος που δεν έχει τις απαραίτητες γνώσεις για να κάνει καλά τη δουλειά του, που δεν αξίζει τίποτα· ΣYN ΦΡ ~ ξεγάνωτος.
τενεκεδάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. teneke -ς· ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-t > tond > ton-d] ]
- τεπές ο [tepés] Ο13 : α. το ημισφαιρικό τμήμα του καπέλου, που καλύπτει το κεφάλι. β. (παρωχ.) κορυφή.
[τουρκ. tepe `λόφος, κορυφή του κεφαλιού΄ -ς]
- τζερεμές ο [dzeremés] Ο13 : (οικ.) 1. αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυν ση, άδικη ζημιά: Mε έβαλαν να πληρώνω τζερεμέδες. ΦΡ σκότωνε τρελούς, πλήρωνε τζερεμέδες, όταν οι ενέργειές μας στρέφονται εναντίον κάποιου που τον θεωρούμε υποδεέστερο, το αποτέλεσμα όμως των ενεργειών μας βλάπτει περισσότερο εμάς. 2. (μτφ.) άνθρωπος άχρηστος, τιποτένιος.
[τουρκ. cereme `πρόστιμο΄ (από τα αραβ.) -ς]



