Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
92 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πουρές ο [purés] Ο13 & πουρέ το [puré] Ο (άκλ.) : είδος πολτού κυρίως από λιωμένες πατάτες αλλά και από όσπρια ή χορταρικά: Πατάτα / σπανάκι ~. || το αντίστοιχο φαγητό: Φάγαμε πατάτες / σπανάκι πουρέ.
[ιταλ. pur(e) -ές· λόγ. κατά το γαλλ. purée]
- ρεζές ο [rezés] Ο13 : ο μεντεσές.
[τουρκ. reze -ς]
- ρεμπεσκές ο [rebeskés] Ο13 : (προφ., μειωτ.) άνθρωπος φυγόπονος και ανεπρόκοπος· αχαΐρευτος, χαραμοφάης.
[;]
- ρεντές ο [rendés] Ο13 : (παρωχ.) σκεύος της κουζίνας που χρησιμοποιείται για να τρίβουν τυρί, κρεμμύδι κτλ.· τρίφτης.
[τουρκ. rede -ς]
- ρεφενές ο [refenés] Ο13 : το ποσό που αναλογεί στο καθένα από τα πρόσωπα μιας ομάδας (παρέας κτλ.) για τα έξοδα κοινού γεύματος, διασκέδασης κτλ.: Πόσο είναι ο ~; Ποιος δεν πλήρωσε / έδωσε το ρεφενέ του; Bάλαμε (από) 10.000 δραχμές ρεφενέ. || (η αιτ. ως επίρρ.) με κοινή συνεισφορά: Έχουμε πάρτι ρεφενέ.
[τουρκ. (διαλεκτ.) refene -ς (< herifane, από τα περσ.)]
- ρομπινές ο [robinés] & ρουμπινές ο [rubinés] Ο13 & ρομπινέ το [robiné] & ρουμπινέ το [rubiné] Ο (άκλ.) : μηχανισμός που διακόπτει ή ελευθερώνει τη ροή υγρού (ή αερίου) μέσα από ένα σωλήνα· κάνουλα· (πρβ. διακόπτης): Aνοίγω / κλείνω το ρομπινέ.
[λόγ. < γαλλ. robinet και προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα -e > -ές· [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ]
- σελτές ο [seltés] Ο13 : (λαϊκότρ.) το στρώμα.
[τουρκ. şilte `λεπτό στρώμα΄ -ς με τροπή [si > se] ]
- σεμές ο [semés] Ο13 (στον πληθ.) : σεμέν.
[σεμέ -ς]
- σεφτές ο [seftés] Ο13 : στην έκφραση κάνω σεφτέ, για την πρώτη αγοραπωλησία της ημέρας.
[τουρκ. sift(ah) (από τα αραβ.) -ές με τροπή [si > se] ή ίσως από τουρκ. διάλ. των Βαλκανίων]
- σισανές ο [sisanés] Ο13 : παλιό εμπροσθογεμές τουφέκι.
[τουρκ. şişane (από τα περσ.) -ς]