Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Κλιτικό παράδειγμα: Ο13 (καφές, καφέ, καφέδες)
92 items total [31 - 40]
κουτεντές ο [kutendés] Ο13 : (οικ.) κουτός, αφελής.

[κουτ(ός) -;]

λακές ο [lakés] Ο13 : 1. ένστολος υπηρέτης των ευγενών. 2. (μτφ.) αυτός που με δουλοπρέπεια υπηρετεί τα συμφέροντα τρίτων: Οι ντόπιοι λακέδες του ιμπεριαλισμού.

[γαλλ. laquais ]

λεκές ο [lekés] Ο13 : 1. σημάδι που αφήνει επάνω σε ύφασμα μια ξένη, λιπαρή συνήθ., ουσία· κηλίδα: ~ από λάδι / από μελάνι / από κρασί. Οι λεκέδες από αίμα δύσκολα καθαρίζονται. Έβγαλες το λεκέ απ΄ το πουκάμισό σου; 2. οτιδήποτε μένει επάνω σε μια επιφάνεια και μοιάζει με λεκέ1: H υγρασία άφησε στον τοίχο ένα μεγάλο λεκέ. Σχηματίστηκαν σκούροι λεκέδες πάνω στο δέρμα της από τον ήλιο.

[τουρκ. leke ]

λελές ο [lelés] Ο13 : (οικ.) γόνος πλούσιας οικογένειας, λεπτεπίλεπτος και καλομαθημένος· βουτυρόπαιδο.

[λ. νηπιακή(;)]

λουφές ο [lufés] Ο13 : 1. η αμοιβή, ο μισθός των αρματολών κατά την Tουρκοκρατία, των αγωνιστών της επανάστασης του ΄21 και των στρατιωτών του τακτικού ελληνικού στρατού αργότερα. 2. (λαϊκ.) χρήμα που αποκτιέται με τρόπο που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη ήθους: Kάνουν τους ιδεολόγους αλλά όλοι το λουφέ έχουν στο μυαλό τους.

[τουρκ. ulûfe `στρατιωτικός μισθός΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αραβ. ulūfe]

μεζές ο [mezés] Ο13 : 1α. κάθε φαγώσιμο που συνήθ. έχει πικάντικη γεύση και προσφέρεται σε μικρά κομμάτια, εκτός κανονικού γεύματος, με οινοπνευματώδη ποτά: Tαβέρνα με νόστιμους μεζέδες. Φέρε μας δύο ουζάκια και τον ανάλογο μεζέ. β. πολύ μικρή ποσότητα από ορισμένη τρο φή: Δε θα φάω μαζί σας· ένα μεζέ μόνο θα πάρω. 2. (μτφ., οικ.) δυσανάλογα μικρό μερίδιο: Tου δώσανε κι αυτουνού ένα μεζέ για να του κλείσουν το στόμα. ΦΡ παίρνω κπ. στο μεζέ, τον κοροϊδεύω· ΣYN ΦΡ παίρνω κπ. στο ψιλό. μεζεδάκι το YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. 1.

[τουρκ. meze (από τα περσ.)]

μενεξές ο [meneksés] Ο13 : ποώδες καλλωπιστικό φυτό με μικρά άνθη μοβ χρώματος, καθένα από τα οποία αντιστοιχεί σε ένα βλαστό· γιούλι: Γλάστρα με μενεξέδες. || το άνθος του μενεξέ: Άρωμα μενεξέ. Mπουκέτο με μενεξέδες.

[τουρκ. menekşe (από τα περσ.) ]

μεντεσές ο [mendesés] Ο13 : μεταλλικό εξάρτημα πόρτας ή παραθύρου, πάνω στο οποίο αυτά στηρίζονται και ανοιγοκλείνουν· ρεζές: Έτριξαν οι σκουριασμένοι μεντεσέδες, καθώς άνοιξε η παλιά ξύλινη πόρτα.

[τουρκ. menteşe ]

μεντρεσές ο [mendresés] Ο13 : μουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο.

[τουρκ. medrese ]

μιναρές ο [minarés] Ο13 : ψηλός και στενός κυλινδρικός πύργος μουσουλ μανικού τεμένους, από τον εξώστη του οποίου ο μουεζίνης καλεί τους πιστούς να προσευχηθούν: Tζαμί με ένα / με δύο / με τέσσερις μιναρέδες. Aπό το ύψος του μιναρέ ακούστηκε η φωνή του μουεζίνη.

[τουρκ. minare (από τα αραβ.) ]

< Previous   1 2 3 [4] 5 6 ...10   Next >
Go to page:Go