Dictionary of Standard Modern Greek
| 4,569 items total [4531 - 4540] | << First < Previous Next > Last >> |
- χρυσόξανθος -η -ο [xrisóksanθos] Ε5 : που έχει χρώμα ξανθό με χρυσή απόχρωση: Xρυσόξανθα μαλλιά.
[λόγ. χρυσο- + ξανθ(ός) -ος]
- χρυσοποίκιλτος -η -ο [xrisopíkiltos] Ε5 : που τον έχουν διακοσμήσει με χρυσά κεντήματα και στολίδια: Tα χρυσοποίκιλτα άμφια των αρχιερέων.
[λόγ. < ελνστ. χρυσοποίκιλτος]
- χρυσοπόρφυρος -η -ο [xrisopórfiros] Ε5 : που έχει χρώμα σαν το κόκκι νο της πορφύρας, με χρυσή απόχρωση: Xρυσοπόρφυρη χλαμύδα.
[λόγ. < μσν. χρυσοπόρφυρος < χρυσο- + πορφυρ(ός) -ος]
- χρυσοπράσινος -η -ο [xrisoprásinos] Ε5 : που έχει πράσινο χρώμα με χρυσές ανταύγειες: H θάλασσα γυάλιζε χρυσοπράσινη.
[μσν. χρυσοπράσινος < χρυσο- + πράσινος]
- χρυσοστόλιστος -η -ο [xrisostólistos] Ε5 : για κπ. που φοράει χρυσοκέντητα ρούχα ή χρυσά κοσμήματα ή για κτ. που είναι στολισμένο με χρυσάφι.
[λόγ. < μσν. χρυσοστόλιστος < χρυσο- + στολισ- (στολίζω) -τος]
- χρυσόστομος -η -ο [xrisóstomos] Ε5 : μόνο στην έκφραση πες τα χρυσόστομε!, όταν κάποιος διατυπώνει απόψεις γενικά αποδεκτές, που όμως ως εκείνη τη στιγμή δεν τις είχε διατυπώσει άλλος συνομιλητής, ή όταν κάποιος με καθυστέρηση εκφράζει επιτέλους τη γνώμη του.
[λόγ. < ελνστ. χρυσόστομος, από την επωνυμία του πατέρα της εκκλησίας Ιωάννη του Χρυσόστομου]
- χρυσοΰφαντος -η -ο [xrisoífandos] Ε5 : που τον έχουν υφάνει με χρυσά νήματα.
[λόγ. < μσν. χρυσοΰφαντος < χρυσο- + υφαν- (υφαίνω) -τος]
- χτικιάρικος -η -ο [xtikárikos] Ε5 : που έχει σχέση με το χτικιάρη, που τον χαρακτηρίζει.
[χτικιάρ(ης) -ικος]
- χωμάτινος -η -ο [xomátinos] Ε5 : που είναι από χώμα ή από πηλό· χωματένιος: ~ δρόμος, χωματόδρομος. Xωμάτινο δάπεδο / φράγμα.
[λόγ. < μσν. χωμάτινος < χωματ- (χώμα) -ινος]
- χωριάτικος -η -ο [xorjátikos] Ε5 : 1α.που έχει σχέση με το χωριό ή με το χωριάτη: Xωριάτικη ατμόσφαιρα. Xωριάτικες συνήθειες. Xωριάτικες ιστορίες. β. που βρίσκεται σε χωριό: ~ δρόμος. Xωριάτικο σπίτι. γ. που παράγεται ή κατασκευάζεται σε χωριό: Xωριάτικο τυρί. Xωριάτικα αυγά. || που είναι κατασκευασμένος όπως συνηθίζεται στα χωριά: Xωριάτικα έπιπλα, σε χωριάτικο στιλ. Xωριάτικο ψωμί. Xωριάτικο λουκάνικο. 2. που ταιριάζει σε χωριάτη: Xωριάτικοι τρόποι. Xωριάτικα φερσίματα. Xωριάτικα χρώματα, χτυπητά.
[χωριάτ(ης) -ικος (πρβ. μσν. χωριατικός < χωριάτ(ης) -ικός)]



