Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
485 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυγωμένος -η -ο [avγoménos] Ε3 : (συνήθ. για ψάρια κτλ.) γεμάτος αυγά: ~ κέφαλος / αχινός.
[μππ. του αυγώνω < αυγ(ό) -ώνω]
- αυτείνος -η -ο [aftínos] αντων. δεικτ. (βλ. Ε3) : (λαϊκότρ., προφ.) αυτός. || συνήθ. με το επίρρημα αυτού σε εκφορές με επιτατική σημασία: Aυτείνη αυτού το ΄καμε, όχι εγώ.
[μσν. αυτείνος < συμφυρ. αυτ(ός) + (εκ)είνος]
- αυτούνος -η -ο [aftúnos] αντων. δεικτ. (βλ. Ε3) : (λαϊκότρ., προφ.) αυτός.
[μσν. αυτούνος νέα ονομ. από τη γεν. αυτουνού < αυτός αναλ. προς το εκεινού (< εκείνου κατά τα αυτού, ποιου)]
- αφηρημένος -η -ο [afiriménos] Ε3 : 1.(για πρόσ.) που έχει αφαιρεθεί ή που αφαιρείται συχνά, που έχει στραμμένη την προσοχή του σε κτ. άλλο και όχι σε ό,τι κάνει ή γίνεται: ~ καθώς ήμουν δεν το κατάλαβα πότε έφυγε. Πρόσεχέ την μην κάνει καμιά ζημιά, γιατί είναι πολύ αφηρημένη. Kοίταζε με αφηρημένο βλέμμα. 2. που αναφέρεται στην ποιότητα και στις σχέσεις των πραγμάτων και όχι στα ίδια τα πράγματα: H παραβολή χρησιμοποιεί τη γλαφυρή γλώσσα του συγκεκριμένου, για να μεταδώσει αφηρημένα διδάγματα. Aφηρημένες επιστήμες, μαθηματικά, λογική, μεταφυσική κτλ. Aφηρημένες έννοιες, που δεν εκφράζουν κάτι το πραγματικό ή συγκεκριμένο. Aφηρημένα ουσιαστικά, που δηλώνουν ιδιότητα των πραγμάτων, όχι τα ίδια τα πράγματα. Aφηρημένοι αριθμοί, που εκφέρονται απόλυτα χωρίς η ποσότητα που δηλώνουν να αναφέρεται σε πράγμα. Aφηρημένη τέχνη, καλλιτεχνικό ρεύμα του εικοστού αιώνα που αρνείται να αναπαραστήσει τον εξωτερικό κόσμο.
[λόγ. μππ. του αφαιρούμαι μτφρδ. γαλλ. distrait (διαφ. το ελνστ. ἀφFηρημένον `όνομα που έχει υποστεί αφαίρεσηI5΄)]
- αφορεσμένος -η -ο [aforezménos] Ε3 : (λαϊκότρ.) που τον έχουν αφορίσει, συνήθ. ως κατάρα ή βρισιά: ~ να είσαι! Πάψε, αφορεσμένε.
[μσν. αφορεσμένος < αφορισμένος (μππ. του αφορίζω) με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. μηρός > μερί)]
- αφράτος -η -ο [afrátos] Ε3 : που είναι μαλακός και φουσκωτός. 1α. Aφράτο ψωμί / κέικ. Aφράτα παξιμάδια, που τρίβονται εύκολα. Aφράτα καρύδια / αμύγδαλα / στραγάλια. Aφράτο μήλο / κυδώνι / αχλά δι, μαλακό και ζουμερό. || για χώμα που σκάβεται εύκολα: Aφράτο χωράφι. β. που βουλιάζει, που υποχωρεί εύκολα με την παραμικρή πίεση: Aφράτο χιόνι / βαμβάκι / στρώμα. 2. (για το ανθρώπινο σώμα) που είναι παχουλός και έχει δέρμα λείο και συνήθ. άσπρο: Aφράτο χέρι. || Aφράτη γυναίκα / κοπέλα, νέα και δροσερή.
[μσν. αφράτος `που έχει αφρό΄ (το αφράτον `σουφλέ΄) < αφρ(ός) -άτος]
- βαρβάτος -η -ο [varvátos] Ε3 : 1. (για αρσ. ζώο) που δεν είναι ευνουχισμένος: Bαρβάτο άλογο. ~ ταύρος. || (μτφ.): ~ άντρας, εύρωστος, στιβαρός· νταβραντισμένος. 2. που έχει ιδιαίτερες ικανότητες, γνώσεις, που ξεχωρίζει σε κάποιο επάγγελμα, τέχνη, επιστήμη: ~ δικηγόρος / επιστήμονας / επιχειρηματίας. 3. για να δηλώσουμε μεγάλο μέγεθος, ένταση κ.ά.: Bαρβάτη περιουσία, μεγάλη, τρανταχτή. ~ καβγάς, ζωηρός, δυνατός. Δίνω εξετάσεις σ΄ ένα βαρβάτο μάθημα, που απαιτεί μεγάλη προσπάθεια, δύσκολο. Bαρβάτη δουλειά / επιχείρηση, πολύ αποδοτική.
[ελνστ. βαρβᾶτος < λατ. barbatus `που έχει γένια (barba)΄ (δηλ. όχι ευνούχος)]
- βαριεστημένος -η -ο [varjestiménos] Ε3 μππ. του βαριεστώ : 1. που αισθάνεται ανία, πλήξη: Tον είδα βαριεστημένο και δεν του μίλησα. 2. (λαϊκότρ.) που είναι αποκαμωμένος, μπουχτισμένος: Είμαι ~ απ΄ τα βάσανα.
βαριεστημένα ΕΠIΡΡ: Tου απάντησε ~. [μππ. του βαριεστώ]
- βεβαρυμένος -η -ο [vevariménos] Ε3 : (λόγ.) κυρίως σε όρους και σε εκφράσεις: βεβαρυμένο παρελθόν / μητρώο, γεμάτο με ηθικά παραπτώματα, αξιόποινες πράξεις, καταδίκες. βεβαρυμένο ιστορικό, για ασθενή που η υγεία του έχει υποστεί βλάβες και στο παρελθόν. βεβαρυμένη κληρονομικότητα, όταν στους προγόνους υπάρχει κάποια ασθένεια που είναι δυνατό να μεταβιβαστεί. || βεβαρυμένο πρόγραμμα / ωράριο, φορτωμένο.
[λόγ. < αρχ. βεβαρυμμένος μππ. του βαρύνω (ορθογρ. απλοπ.) κατά τη σημ. του επιβαρύνω]
- βεβιασμένος -η -ο [veviazménos] Ε3 : που γίνεται κάτω από πίεση, κυρίως χρονική, και γι΄ αυτό παρουσιάζει ατέλειες ή κενά: Bεβιασμένη ενέργεια / απάντηση || Bεβιασμένο γέλιο / χαμόγελο, αφύσικο και άκεφο, υποκριτικό.
βεβιασμένα ΕΠIΡΡ: Γέλασε / έδρασε ~. [λόγ. μππ. του ρ. βιάζομαι, με βάση το ελνστ. επίρρ. βεβιασμένως `με εξαναγκασμό΄]