Dictionary of Standard Modern Greek
| 485 items total [121 - 130] | << First < Previous Next > Last >> |
- επιτυχημένος -η -ο [epitiximénos] Ε3 μππ. του επιτυγχάνω : που έχει διακριθεί στη σταδιοδρομία του ή στο έργο που έχει αναλάβει και στο οποίο έχει αφοσιωθεί· πετυχημένος1: ~ γιατρός / επαγγελματίας / επιχειρηματίας.
επιτυχημένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. μππ. του επιτυγχάνω]
- έρμος -η -ο [érmos] Ε3 : (προφ.) 1. (ιδ. για τόπο) έρημος. 2. (συναισθ., ιδ. για πρόσ.) α. που είναι ή ζει μόνος: Είναι ~ στον κόσμο. β. δύστυχος, δυστυχισμένος: Πώς να πούμε το πικρό μαντάτο στην έρμη μάνα! || (ως ουσ.): Έμεινε μόνος ο ~. Xάθηκε η έρμη. Kλαίει το έρμο. ΦΡ τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;, σε αδικαιολόγητη απορία για κακό που συμβαίνει. ΠAΡ Ο φόβος* φυλάει τα έρμα. γ. (συναισθ.) σε εκφράσεις δυσφορίας, αγανάκτησης για κτ.: Πόσο να κρατήσει κι αυτό το έρμο! Xάλασε. Mου λείπουν τα έρμα τα λεφτά.
[μσν. έρμος < αρχ. (αττ. διάλ.) ἔρημος με συγκ. του άτ. [i] ]
- ερωτοχτυπημένος -η -ο [erotoxtipiménos] Ε3 : (για πρόσ.) που είναι πολύ ερωτευμένος.
[ερωτο- 1 + χτυπημένος μππ. του χτυπώ]
- εσκεμμένος -η -ο [eskeménos] Ε3 : (για πράξη) που έγινε ύστερα από σκέψη και ιδίως με συγκεκριμένη πρόθεση: Εσκεμμένη ενέργεια. Εσκεμμένο λάθος. Tιμωρήθηκε αυστηρά, γιατί η παράβαση που διέπραξε ήταν εσκεμμένη.
εσκεμμένα & εσκεμμένως ΕΠIΡΡ: Kάνω κτ. ~. Ενεργώ εσκεμμένως. [λόγ. < αρχ. ἐσκεμμένος μππ. του σκέπτομαι `εξετάζω με σκέψη΄ σημδ. γαλλ. délibéré `που ενεργεί με σκέψη και τόλμη΄· λόγ. < αρχ. ἐσκεμμένως]
- εσπευσμένος -η -ο [espevzménos] Ε3 : που έγινε βιαστικά και επομένως χωρίς αρκετή σκέψη ή προετοιμασία: Εσπευσμένη ενέργεια.
εσπευσμένα & (λόγ.) εσπευσμένως ΕΠIΡΡ: Έφυγε ~, βιαστικά. [λόγ. < ελνστ. ἐσπευσμένος μππ. του αρχ. σπεύδω· λόγ. < ελνστ. ἐσπευσμένως]
- εστεμμένος -η -ο [esteménos] Ε3 : (λόγ.) που φοράει στέμμα. || (συνήθ. ως ουσ.) ο εστεμμένος, για βασιλιά ή αυτοκράτορα: Στους γάμους της πριγκίπισσας παρέστησαν πολλοί αρχηγοί κρατών, εστεμμένοι και μη.
[λόγ. μππ. του αρχ. στέφω `στεφανώνω (π.χ. νικητή αγώνων)΄ μτφρδ. γαλλ. couronné]
- εσφαλμένος -η -ο [esfalménos] Ε3 μππ. του σφάλλω : που έχει σφάλματα, που δεν είναι σωστός· λανθασμένος: ~ υπολογισμός. Εσφαλμένη γραφή μιας λέξης. Έχει εσφαλμένη ιδέα / άποψη για κτ. Δημιουργεί εσφαλμένες εντυπώσεις.
εσφαλμένα ΕΠIΡΡ: Οι αιρετικοί ερμηνεύουν ~ τις Γραφές. [λόγ. μππ. < αρχ. σφάλλω `κάνω λάθος΄ & σημδ. γαλλ. erroné]
- ετεροχρονισμένος -η -ο [eteroxronizménos] Ε3 μππ. του ετεροχρονίζω : για ενέργεια που ο χρόνος εκτέλεσής της έχει μετατεθεί ύστερα από τον κανονικό ή τον καθορισμένο: ~ εορτασμός μιας επετείου. Ετεροχρονισμένη αύξηση.
ετεροχρονισμένα ΕΠIΡΡ: Έπρεπε να μου το πεις εγκαίρως και όχι ~. [λόγ. μππ. του ετεροχρονίζω]
- ευλογημένος -η -ο [evlojiménos] Ε3 : 1α.που έχει δεχτεί τις ευλογίες του Θεού, της εκκλησίας ή προσώπου που θεωρείται πολύ σεβαστό. ANT καταραμένος: Aς είσαι ευλογημένο παιδί μου. Tο ψωμί είναι ευλογημένο από το Θεό. Οι ευλογημένοι καρποί της γης, πολύτιμοι, που χαρίζουν ευτυχία. (έκφρ.) ευλογημένη να είναι η ώρα που
, όταν αναφερόμαστε σε κτ. που έφερε ευτυχία, που ήταν ευλογία Θεού. || που έχει πλούσια υλικά ή πνευματικά αγαθά, που είναι ευτυχισμένος: H πατρίδα μας είναι ~ τόπος. Είναι μια ευλογημένη οικογένεια. β. (για το Θεό) δοξασμένος: Aς είναι ευλογημένο το Όνομά Tου. 2. για να δηλώσουμε, με συγκαλυμμένο τρόπο, τη στενοχώρια, τη δυσανασχέτηση ή τον ψόγο μας· χριστιανός3α: Άργησε πάλι αυτός ο ~! Tι θέλεις πάλι, ευλογημένε; Tι έκανες, ευλογημένη μου!
[ελνστ. εὐλογημένος μππ. του αρχ. εὐλογῶ]
- ευλογιοκομμένος -η -ο [evlojokoménos] Ε3 : που έχει στο πρόσωπό του τις ουλές της ευλογιάς· βλογιοκομμένος.
[λόγ. επίδρ. στο βλογιοκομμένος κατά το ευλογιά]



