Dictionary of Standard Modern Greek
| 18 items total [11 - 18] | << First < Previous Next > Last >> |
- ευκλείδειος -ος / -α -ο [efklíδios] Ε15 : που αναφέρεται στον Ευκλείδη: α. στον αρχαίο Έλληνα γεωμέτρη: Ευκλείδεια γεωμετρία, που στηρίζεται στα αξιώματα που διατυπώθηκαν από τον Ευκλείδη. ~ χώρος, ο χώρος των τριών διαστάσεων, που στηρίζεται στο αξίωμα των παραλλήλων της ευκλείδειας γεωμετρίας. β. στον αρχαίο Aθηναίο άρχοντα: Ευκλείδεια γραφή, το ιωνικό αλφάβητο που καθιερώθηκε στην Aθήνα, όταν ήταν άρχοντας ο Ευκλείδης.
[λόγ. < ελνστ. Εὐκλείδ(ης) -ειος μτφρδ. γαλλ. euclidien < λατ. Εuclid(es) < ελνστ. Εὐκλείδ(ης) -ien = -ειος]
- κλητήριος -ος / -α -ο [klitírios] Ε15 : (νομ.) κλητήριο θέσπισμα*. κλητήριο επίκριμα*.
[λόγ. κλητηρ- (δες κλητήρας) -ιος]
- λεόντειος -α / -ος -ο [leóndios] Ε15 : (λόγ.) που αναφέρεται στο λιοντάρι· κυρίως στην έκφραση ~ εταιρεία, συμφωνία με τελείως άνισους όρους, κατά την οποία ένας ή περισσότεροι εταίροι συμμετέχουν μόνο στις ζημίες και αποκλείονται από τα κέρδη. || Λεόντειο προσωπείο*.
[λόγ. < αρχ. λεόντειος `που ανήκει σε λιοντάρι΄ σημδ. γαλλ. léonin]
- παραμεθόριος -α / -ος -ο [parameθórios] Ε15 : που βρίσκεται ή που διαμένει κοντά στα σύνορα: Παραμεθόριες περιοχές. Παραμεθόριοι πληθυσμοί. Παραμεθόρια φυλάκια. || (ως ουσ.) η παραμεθόριος, η περιοχή που βρίσκεται κοντά στα σύνορα: Διορίστηκε καθηγητής στην παραμεθόριο.
[λόγ. παρα- 1 μεθόριος]
- προσοφθάλμιος -ος -ο [prosofθálmios] Ε15 : (ιδ. οπτ.) ~ φακός, φακός ή σύστημα φακών που είναι στραμμένο προς το μάτι του παρατηρητή.
[λόγ. προσ- οφθαλμ(ός) -ιος απόδ. γαλλ. oculaire]
- πύρρειος -ος / -α -ο [pírios] Ε15 : στην έκφραση ~ / πύρρεια νίκη, επιτυχία που πραγματοποιείται με μεγάλες απώλειες για το νικητή.
[λόγ. < αρχ. Πύρρ(ος) -ειος μτφρδ. αγγλ. Ρyrrhic (< αρχ. Πύρρος)]
- υδρόγειος -ος / -α -ο [iδrójios] Ε15 : ~ σφαίρα, και ως ουσ. η υδρόγειος, η γη: Tαξίδεψε σ΄ όλη την υδρόγειο. || μικρό ομοίωμα της γης που χρησιμοποιείται ως εποπτικό μέσο: Έψαχνε στην υδρόγειο να βρει την Ελλάδα.
[λόγ. υδρο- + -γειος, σφαλερή δημιουργία μτφρδ. παλ. γαλλ. terraqué]
- υπέγγυος -ος -ο [ipéngios] Ε15 : (νομ.) που δίνεται ως εγγύηση: Yπέγγυες πρόσοδοι, πρόσοδοι του κράτους που διατίθενται για την απόσβεση εξωτερικού δανείου.
[λόγ. < αρχ. ὑπέγγυος]



