Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "ωφέλιμο"

1 εγγραφή
ὠφέλιμος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. χρήσιμος, επωφελής, κατάλληλος, ευεργετικός |με δοτ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |απόλ. 2. |το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠφέλιμον=η ωφέλεια, η χρησιμότητα, το κέρδος, |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τρόπο επωφελή
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες