Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "ωφέλεια"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ὠφέλεια και ὠφελία
Α. βοήθεια, συνδρομή, υποστήριξη, προστασία (γενικά, και ειδικά στον πόλεμο) |ως σύστ.αντικ. |φρ. τὴν ὠφέλειαν παρέχω, πέμπω, φέρω τινί Β. 1. χρησιμότητα, όφελος, κέρδος, πλεονέκτημα, αντ. του βλάβη |με γεν. υποκ. |με γεν. αντικ. |φρ. ἐπ'ὠφελίᾳ ἐστί ή γίγνεταί τι |φρ. ἐπ'ὠφελίᾳ, ὠφελείας ἕνεκα 2.(συχνά στον πληθ.) πηγή κέρδους, πρόσοδος 3. κέρδος που προέρχεται από πόλεμο ή κλοπή, λάφυρο, λεία