Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "ψηφίζω"

1 εγγραφή
ψηφίζω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ κρίνω σχετικά με ένα ζήτημα, εκδικάζω μια υπόθεση Β. ΜΕΣΟ ψηφίζω, αποφασίζω με ψηφοφορία |με αιτ. |με απρφ. |αποφασίζω υπέρ κπ. |με δοτ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |η διαδικασία της ψηφοφορίας |η τοποθέτηση της ψήφου στην κάλπη |ψηφίζω, αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους |νομικός όρος Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ ψηφίζομαι, αποφασίζομαι με ψηφοφορία, επιδικάζομαι με ψηφοφορία
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες