Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "ψευδής"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψευδής
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. ψεύτης, ψευδολόγος |για πρόσωπα |φρ. ψευδὴς φαίνομαι |φρ. ἐλέγχω, ἀπο- ή ἐπιδείκνυμι τινὰ ὄντα ψευδῆ |(με παθητική σημασία) εξαπατημένος Β.ψεύτικος, που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, ανυπόστατος, πλαστός (κυρίως σε συνδυασμό με τις λέξεις λόγος͵ δόξα, μαρτυρία, γραφὴ, αἰτία, κατηγορία, διαθήκη, ὅρκος, φήμη) |για πράγματα και αφηρημένες έννοιες |φρ. ψευδὴς συλλογισμός, πρότασις, αντ. ἀληθής, ὀρθός |λογική Γ. |το ουδ. ως ουσ. τὰ ψευδῆ=ψεύδη, ψέματα |ΕΠΙΡΡΗΜΑ ψεύτικα, σφαλερά