ΕΠΙΘΕΤΟ Α. ακάλυπτος, εκτεθειμένος |χωρίς τρίχωμα, χωρίς μαλλιά, φτερά |για άνθρωπο ή ζώα |γυμνός από βλάστηση, ακάλυπτος |για έδαφος Β. |μτφ. 1. ο στερημένος από κτ, αυτός που αποχωρίζεται κτ., αδύναμος |απλός, μόνος, απαλλαγμένος 2. ο ελαφρά οπλισμένος |στρατιωτικός όρος |φρ. οἱ ψιλοί=οι τοξότες, οι σφενδονίτες |άοπλος, ανυπεράσπιστος Γ. λόγος θεωρητικός χωρίς αποδεικτική ισχύ Δ. λεπτός, καθαρός, απλός |για φθόγγους, ποίηση ή μουσική |πεζός ή έμμετρος λόγος χωρίς μουσική |για λόγους |μουσική μόνο με όργανα |ΕΠΙΡΡΗΜΑ απλά, μόνο |