Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "ψήφος"

1 εγγραφή
ψῆφος
Α. λιθαράκι, βότσαλο Β. 1. μικρή πέτρα για αρίθμηση, αριθμός |(πληθ.) λογαριασμοί, υπολογισμοί 2. μικρή πέτρα για το παιχνίδι των πεσσών Γ. 1. μικρή πέτρα ως μέσο για την έκφραση της προτίμησης κατά την ψηφοφορία, ψήφος, ψηφοφορία 2. απόφαση ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας, ψήφισμα 3. (γενικά) κάθε απόφαση 4. γνώμη, κρίση 5. τόπος όπου γίνεται η ψηφοφορία |φρ. φέρω, διαφέρω, τίθεμαι, δίδωμι τὴν ψῆφον=δίνω την ψήφο μου, ψηφίζω |φρ. ἐπάγω τὴν ψῆφον=προτείνω ψηφοφορία |φρ. μεταλαμβάνω τὴν ψῆφον=παίρνω ψήφο |φρ. διαιρῶ, κρίνω ψήφῳ=κρίνω με ψήφο |φρ. ψῆφος ἐστί, γίγνεται περί τινος=γίνεται ψηφοφορία |φρ. πλείστη ψῆφος, ἡ πλήθει νικῶσα ψῆφος=η πλειοψηφία |φρ. ἴσαι ψῆφοι=η ισοψηφία |φρ. ἡ κρύβδην ψῆφος, ἡ ἀφανὴς ψῆφος=μυστική, αντ. φανερά ψῆφος=φανερή |φρ. ἡ καθαιροῦσα, τετρυπημένη ψῆφος=καταδικαστική, αρνητική ψήφος, αντ. ἡ σώζουσα, πλήρης ψῆφος=αθωωτική, θετική ψήφος |φρ. μιᾷ ψήφῳ, ἀπὸ ψήφου μιᾶς=ομόφωνα |φρ. Κόννου ψῆφος=γνώμη ανάξια λόγου
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες