Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "χρήμα"

1 εγγραφή
χρῆμα
Α. 1. αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ., κάθετι που ωφελεί, κάθετι χρήσιμο 2. πληθ. τα αγαθά, η περιουσία, τα έπιπλα, τα σκεύη |ως την κλασ. εποχή κυρίως στον πληθ. τα χρήματα |παροιμ. 3. πληθ. τα εμπορεύματα Β. 1. πράγμα, υπόθεση, γεγονός, συμβάν 2. σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του |αριθμός, ποσότητα, σωρός |πλεονασμός
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες