Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "φά"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φάσκω
Α. λέγω, βεβαιώνω, ισχυρίζομαι, προφασίζομαι |απόλ. |με αιτ. |πιο συχνά με απρφ. (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο) |καταφάσκω, παραδέχομαι |φρ. οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν..., αρνούμαι |υπόσχομαι |με απρφ. μέλλ. Β. νομίζω, θεωρώ, υποθέτω