Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "τυγχάνω"

1 εγγραφή
τυγχάνω
1. χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου |με αιτ. |με γεν. |απόλ. 2. πετυχαίνω, συναντώ τυχαία, πέφτω πάνω σε κπ. |για πρόσωπα |με γεν. |με κτγ. |ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε, ο τυχαίος 3. πετυχαίνω, βρίσκω, συναντώ, παίρνω, κατέχω, αξιώνομαι |για πράγματα και έννοιες |με γεν. |με αιτ. |με απρφ. |πετυχαίνω, παίρνω κτ. από κπ. |πετυχαίνω τον σκοπό μου, πετυχαίνω κτ. που ζήτησα |τό τυχεῖν=η νίκη |με αρνητική σημασία 4. τυχαίνω, συμβαίνω σε κπ. |με δοτ. προσ. |απόλ. |με προσωπική σύνταξη |όπως, όπου, όταν κτλ. τυχαίνει, συμβαίνει |ως απρόσωπο στο γ΄εν. |τὸ τυχόν=το τυχαίο, το οτιδήποτε |ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη, ίσως |έχω την τύχη ή τη μοίρα 5. συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία |το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ. άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία, ενώ η μτχ. δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα |φρ. τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι, είμαι |με παράλειψη της μτχ. ὤν
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες