Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "τιμάω"

1 εγγραφή
τιμάω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1. εκτιμώ, υπολογίζω την αξία |με γεν. 2. (από τον κατώτερο ηλικιακά, κοινωνικά, στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο, τους νόμους, την πατρίδα, την μητρόπολη) αποδίδω τιμές, την πρέπουσα λατρεία 3. (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια, προτίμηση 4. (μεταξύ ίσων) τιμώ, εκτιμώ, σέβομαι, προβάλλω ως πρότυπο |αποδίδω ως τιμή |εκτιμώ, σέβομαι, θεωρώ κτ. σημαντικό, προτιμώ από κτ. άλλο |με γεν. συγκρ. 5. παίρνω απόφαση ως δικαστήριο, επιβάλλω ποινή |δικανικός όρος Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. υπολογίζεται η αξία μου, αξιολογούμαι |με γεν. 2. μου αποδίδονται τιμές, προνόμια |προβάλλομαι ως πρότυπο, χαίρω γενικής εκτίμησης, αξιολογούμαι θετικά 3. μου επιβάλλεται ποινή, καταδικάζομαι |δικανικός όρος
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες