Α. |στρατιωτικός όρος 1. παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά |κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων, πεζικού ή ναυτικού, σε υποδιαιρέσεις (τάγμα, λόχος, μοίρα...) |κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη, παράταξη |θέση στις γραμμές μάχης 2. (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β. 1. διάταξη, οργάνωση βάσει κανόνων, τάξη |πολιτειακή οργάνωση 2. θέση, αξίωμα, ρόλος, κατάσταση 3. γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων, κατηγορία, τάξη (πολιτική, κοινωνική) |