Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "τέ"

2 εγγραφές [1 - 2]
τεκμαίρω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια, αποδεικνύω |μετά τον ΟΜ Β. ΜΕΣΟ 1. διατάζω, καθορίζω, ορίζω, σχεδιάζω |προμηνύω, προλέγω 2. καταλήγω σε μια γνώμη, κρίση, συμπέρασμα, υπόθεση κτλ., εικάζω, υποθέτω, συμπεραίνω |απόλ. |με αιτ. |με αιτ. και απρφ. |με ειδική πρόταση 3. κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ. |με δοτ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με αιτιολογική πρόταση
τέλος
1. ολοκλήρωση, τελείωση, εκπλήρωση, έκβαση 2. η ακμή της κάθε ηλικίας, ωριμότητα |για ηλικία και χρόνο |ωρίμανση |για φυτά και ζώα 3. τέλος, παύση, λήξη |τέλος ζωής, θάνατος |φρ. τέλος, ἐς (εἰς) τέλος, ἐπὶ τέλος, κατὰ τὸ τέλος=στο τέλος |φρ. διὰ τέλους=καθ' όλη τη διάρκεια μιας πράξης, μέχρι το τέλος |φρ. τέλος γήραος, θανάτοιο, γάμοιο=γήρας, θάνατος, γάμος |φρ. τέλος ἔχω, λαμβάνω=τελειώνω, τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος, εκπληρώνομαι 4. το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας, ο σκοπός |φιλοσοφία |το αγαθό, η αρετή 5. απόλυτη εξουσία |φρ. οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα, οι αξιωματούχοι (πολιτικοί ή στρατιωτικοί) 6. τέλη, δασμοί |οικονομία |πρόσοδος, έξοδα, δαπάνες |οικονομία 7. απόφαση δίκης |δικανικός όρος 8. θυσίες, προσφορές, μυστήρια, μυσταγωγίες |θρησκεία 9. διαίρεση στρατιωτικού σώματος, λόχος ιππέων, μοίρες πλοίων |στρατιωτικός όρος
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες