Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "στρέφω"

1 εγγραφή
στρέφω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. στρέφω προς ορισμένη κατεύθυνση |προκαλώ την περιστροφή ενός αντικειμένου γύρω από τον άξονά του |με σύστ. Α |μτφ. |περιστρέφομαι |με μέση διάθεση |κάνω μεταβολή 2. ανακατώνω, ανατρέπω |μετατρέπω, μεταβάλλω |με απρφ. 3. στρέφω στο νου μου, σκέπτομαι |μτφ. |εξαπατώ, προκαλώ |μτφ. 4. συστρέφω, προκαλώ πόνο, βασανίζω Β. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. στρέφομαι προς κάποια κατεύθυνση |στρέφομαι εδώ και εκεί |περιστρέφομαι |για ουράνια σώματα |επιστρέφω |η μτχ. ἐστραμμένος=αυτός που είναι τοποθετημένος προς μια κατεύθυνση 2. μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι 3. περιστρέφομαι για να εξαπατήσω τον αντίπαλο, επιχειρώ να εξαπατήσω |με σύστ. Α 4. περιφέρομαι, συχνάζω |περιφέρω μαζί μου |με ενεργητική διάθεση 5. εξαρθρώνομαι
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες