Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "στέλλω"

1 εγγραφή
στέλλω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. ετοιμάζω, διευθετώ, κατευθύνω |ντύνω |εξοπλίζω, αρματώνω 2. μαζεύω, κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3. ετοιμάζω και στέλνω, στέλνω, ξεκινώ |στέλνω κπ. για να πάρω πίσω κτ., πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ. |ΣΟΦ Β. ΜΕΣΟ 1. ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι |με απρφ. 2. μαζεύω, κατεβάζω τα πανιά του πλοίου |μαζεύω τη γλώσσα μου, αποσιωπώ, αποκρύπτω |μτφ. 3. ξεκινώ, ετοιμάζομαι να φύγω, απομακρύνομαι |στέλνω να καλέσω κπ. |ΣΟΦ Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. ετοιμάζομαι να πάω, ξεκινώ για κάπου |στον παθ. αόρ. β' |στον πρκ. είμαι προετοιμασμένος, εξοπλισμένος |είμαι ντυμένος 2. αποστέλλομαι
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες