Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "σπουδή"

1 εγγραφή
σπουδή
Α. βιασύνη, ταχύτητα |φρ. σπουδὴν ἔχω |η δοτ. ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ, διὰ σπουδῆς, ὑπὸ σπουδῆς, κατὰ σπουδὴν=γρήγορα, βιαστικά Β. 1. ζήλος, προθυμία, επιμέλεια, φροντίδα |με γεν. ή με εμπρόθετο προσδιορισμό |στον πληθ. σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο |η δοτ. ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ, μετὰ σπουδῆς=με ζήλο, πρόθυμα |φρ. σπουδὴν ἔχω |φρ. σπουδὴν ποιοῦμαι |φρ. σπουδή ἐστι περί τινος 2. προσπάθεια, κόπος |η δοτ. ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια, με δυσκολία, με κόπο, μόλις και μετά βίας 3. αντικείμενο φροντίδας, σπουδαία ασχολία 4. εκτίμηση, σεβασμός για κπ., ευμένεια Γ. σοβαρότητα, σπουδαιότητα |αντ. του παιδιά |η δοτ. ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά, με σοβαρότητα |φρ. σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες