Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "σοφιστής"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σοφιστής
Α. 1. επιδέξιος, έμπειρος σε μια τέχνη 2. συνετός, φρόνιμος, σοφός, φιλόσοφος Β. 1. διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2. αυτός που εξαπατά με λόγια, απατεώνας, κατεργάρης |με αρνητική σημασία