Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "σοφία"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σοφία
Α. δεξιότητα, εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα |γνώση κπ. πράγματος |με γεν. ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β. σωστή κρίση, φρόνηση, ευφυΐα, εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής, αντ. ἡ ἀμαθία |καπατσοσύνη, πανουργία |με αρνητική σημασία Γ. γνώση των επιστημών, εμβρίθεια, μάθηση |θεωρητική γνώση, φιλοσοφία