Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "πόρος"

1 εγγραφή
πόρος
Α. |για φυσικές οντότητες 1. διάβαση, φυσικό ή τεχνητό πέρασμα, πορθμός, γέφυρα |για ποτάμι και θάλασσα |το ποτάμι, η θάλασσα, ο πόντος |με τοπωνύμιο (Αἰγαῖος πόρος, Άχερούσιος πόρος, Διρκαῖος πόρος, Ἰόνιος πόρος, Ἑλλήσποντος (Ἕλλας) πόρος κ.ά.) 2. δρόμος, οδός, πορεία, ταξίδι 3. πόρος δέρματος, κάθε αγωγός ή άνοιγμα του σώματος |για το ανθρώπινο σώμα |ιατρική |φρ. πόροι σπερματικοί ή θορικοί, πόροι ὑστερικοί (=ωοθήκες), τροφῆς πόροι (=για τον οισοφάγο), πόροι φλεβικοί κ.ά Β. 1. διέξοδος από μια κατάσταση, τέχνασμα, επινόηση, τρόπος, κόλπο |για καταστάσεις |μέσο απόκτησης υλικών αγαθών ή βοηθημάτων 2. Πόρος, θεότητα, γιος της Μήτιδας και πατέρας του Έρωτα
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες