Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "πόνος"

1 εγγραφή
πόνος
Α. 1. κοπιαστική εργασία, κόπος, μόχθος (φυσικός και διανοητικός) |ασχολία, δουλειά 2. σωματική άσκηση, εκγύμναση |ειδικότερη σωματική εργασία 3. ο κόπος της μάχης, ο πόλεμος Β. το αποτέλεσμα της καταβολής κόπου, το έργο Γ. 1. φυσικός πόνος, σωματικό άλγος, ασθένεια 2. ψυχικό άλγος, στενοχώρια, λύπη |αφορμή θλίψης, βάσανο, δυσκολία, συμφορά |προσωποποίηση Πόνος=μυθικό πρόσωπο, γιος της ΄Εριδας |ως επίρρημα πόνῳ, σύν πόνῳ, πολλῷ πόνῳ, μετὰ πολλοῦ πόνου, ἄνευ πόνου |φρ. ἔχει πόνον=απαιτεί κόπο |φρ. πόνον παρέχειν τινί |φρ. πόνον (προσ)τιθέναι, (προσ)τίθεσθαι τινί |φρ. πόνον ή πόνους πονεῖν, πονεῖσθαι, πόνους (ὑπο)φέρειν
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες