Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "πράγμα"

1 εγγραφή
πρᾶγμα
Α. έργο, δράση, ενέργεια, πράξη, αντ. του λόγος Β. 1. γεγονός, υπόθεση που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια 2. σημαντικό πράγμα, σπουδαίος άνθρωπος |φρ. πρῆγμά ἐστι ή πρῆγμά ἐστί μοι=είναι αναγκαίο ή ωφέλιμο |με απρφ. ή με αιτ. και απρφ. |συχνά στον ΗΡ Γ. |συχνά στον πληθ. 1. υπόθεση, περίσταση |με προσδιορισμό 2. δικαστικές υποθέσεις, δίκη |δικανικός όρος 3. δυσκολίες, ενόχληση |με αρνητική σημασία |φρ. πράγματα ἔχειν ή παρέχειν=είμαι σε δυσκολίες, προκαλώ δυσκολίες ή προβλήματα Δ. 1. οι υποθέσεις της πόλης 2. η διακυβέρνηση της πόλης |φρ. οἱ ἐν τοῖς πράγμασι=οι άρχοντες, οι αξιωματούχοι |φρ. νεώτερα πράγματα=πολιτικές μεταβολές 3. η ίδια η πόλη, η δύναμη (οι κάτοικοι) της πόλης Ε. πράγμα, αντικείμενο
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες