Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "πολιτικός"

1 εγγραφή
πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2. αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ. civilis) 3. αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη, ο συνηθισμένος 4. αυτός που αποτελείται από πολίτες |δημοκρατικός, αντ. δεσποτικός, βασιλευτικός/βασιλευτός και αριστοκρατικός |ΑΡΙΣΤ |αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία, κοινωνικός |ΑΡΙΣΤ |φρ. τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις, αντ. τὰ πολεμικά Β. ό,τι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό, αντ. του οἰκονομικός |ο πολιτικός άνδρας, η πολιτική προσωπικότητα |ΑΡΙΣΤ Γ. ό,τι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης, ο κρατικός, λατ. |φρ. τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας, οι δημόσιες υποθέσεις |φρ. τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για, παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης |φρ. τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ. δημόσιος, αντ. του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. κατά τρόπο πολιτικό, ως πολίτης, κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας |ως αντ. του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς |ΑΡΙΣΤ |κατά νόμιμο τρόπο, σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων |φρ. πολιτικῶς ἔχω=πράττω, ενεργώ ως πολίτης, κατά συνταγματικό τρόπο 2. κατά το συνήθη τρόπο, κατά τα ειωθότα
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες