Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "πλέον"

1 εγγραφή
πλεονεκτέω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. είμαι πλεονέκτης, έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω, είμαι άπληστος, αχόρταγος 2. έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ. άλλο, έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ. πράγματος |με γεν. πράγμ. 3. έχω κάποιο πλεονέκτημα, υπερτερώ, υπερέχω έναντι κπ., ξεπερνώ κπ. |απόλ. |με γεν. προσ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με γεν. προσ. και εμπρόθετο προσδιορισμό |με δοτ. αναφ. |φρ. πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες