Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "παρά"
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραγίγνομαι
Α. 1. παρευρίσκομαι |με δοτ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό 2. βρίσκομαι πλησίον κπ., παρίσταμαι, παρέχω βοήθεια, υποστηρίζω |με δοτ. προσ. 3. προσέρχομαι, έρχομαι σε κτ. ή σε κπ., προστίθεμαι σε κτ. |για πράγματα Β. 1. παρουσιάζομαι, έρχομαι, καταφθάνω, φτάνω στο ίδιο σημείο |απόλ. 2. ωριμάζω, αναπτύσσομαι - παράδοξος
|ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία, απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία, απροσδόκητα, εκπληκτικά, παράξενα