Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "πέμπω"

1 εγγραφή
πέμπω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. στέλνω, στέλνω μακριά, αποστέλλω |με αιτ. και δοτ. |με αιτ. και εμπρόθετο προσδιορισμό |με αιτ. και μτχ. 2. στέλνω μήνυμα, στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω, αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή |στέλνω για να πω, στέλνω διαταγή |στέλνω ως δώρο, στέλνω χάρισμα, δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3. αποπέμπω, κάνω ή αφήνω κπ. ή κτ. να φύγει 4. οδηγώ, συνοδεύω |συμμετέχω σε μια πομπή, σε μια παρέλαση Β. ΜΕΣΟ |στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ. κάπου για χάρη μου Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. αποστέλλομαι 2. φέρομαι εν πομπή
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες