Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "οξύς"

1 εγγραφή
ὀξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, μυτερός, κοφτερός αντ. ἀμβλύς |τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος |φρ. ὀξεῖα γωνία |γεωμετρία Β. δυνατός, έντονος, διαπεραστικός |για αισθήσεις και αισθήματα |σοβαρός, κρίσιμος, επικίνδυνος |για αρρώστιες, σωματικές βλάβες |δυνατός, διαπεραστικός, διεισδυτικός , έντονος, λαμπρός, αντ. ἀμβλὺς |για την όραση, το φως, τα χρώματα |φρ. ὀξὺ βλέπω, ὁρῶ=έχω οξεία όραση, βλέπω καθαρά |έντονος, ξινός |για γεύση ή οσμή |δυνατός, έντονος, διαπεραστικός |για ήχο, φωνή |φρ. ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά, έχω οξεία ακοή |υψηλός τόνος, αντ. βαρὺς |μουσική |φρ. ἡ ὀξεῖα (προσῳδία) Γ. πρόθυμος, ορμητικός, ζωηρός, παράφορος, ευέξαπτος |μτφ. |αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα, ταχύς, ευφυής |φρ. ὀξύς εἴς τι |φρ. ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ. ταχύς, ορμητικός, ευκίνητος |για κίνηση |πιεστικός, επείγων |για καταστάσεις, περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. έντονα, καθαρά 2. γρήγορα, αμέσως
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες