Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "μέμφομαι"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μέμφομαι
1. μέμφομαι, κατηγορώ, ψέγω κπ. ή κτ. |με αιτ. προσ. ή πράγμ. |με σύστ.Α 2. κατακρίνω κπ. για κτ. |με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ. |με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ. |με γεν. προσ. και αιτ. πράγμ. 3. βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ. |με δοτ. προσ. |με μτχ. συνημμένη στο Α 4. παραπονούμαι για κτ. |με γεν. πράγμ. |με απρφ. και μή |με ὅτι |με ὡς |με εἰ