Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "μά"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μανθάνω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία) |παρά τινος 2. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, ξέρω |διαφωτίζομαι 3. βλέπω, παρατηρώ, αναγνωρίζω |βλέπω |μτφ. |φρ. σε διαλόγους μανθάνεις; πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις; ναι, πολύ καλά |φρ. στην αρχή ερώτησης τί μαθών...;=τι σε έπεισε, τι σου ήρθε να ....; |φρ. τί μαθών...;=τι στο καλό...; |ειρων. |φρ. σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί, επειδή Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ. και σπάνια η μτχ. πρκ. 1. μαθαίνομαι, γίνομαι αντικείμενο μάθησης